Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δύτη

См. также в других словарях:

  • δύτῃ — δύτη shrine fem dat sg (attic epic ionic) δύτης diver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύται — δύτη shrine fem nom/voc pl δύτᾱͅ , δύτη shrine fem dat sg (doric aeolic) δύτης diver masc nom/voc pl δύτᾱͅ , δύτης diver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύτης — δύτη shrine fem gen sg (attic epic ionic) δύτης diver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφανδρο — Βλ. λ. δύτης. * * * το, Ν 1. τεχνολ. βαριά συσκευή ατομικής κατάδυσης συνδεόμενη με την επιφάνεια με λώρο διά μέσου τού οποίου χορηγείται ο απαιτούμενος για την αναπνοή τού δύτη αέρας 2. φρ. α) «αυτόνομο σκάφανδρο» τεχνολ. φορητή αναπνευστική… …   Dictionary of Greek

  • δύτας — δύτᾱς , δύτη shrine fem acc pl δύτᾱς , δύτη shrine fem gen sg (doric aeolic) δύτᾱς , δύτης diver masc acc pl δύτᾱς , δύτης diver masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαουζιέρης — ο (σε σπογγαλιευτικό πλοίο) ο ναύτης που στέκεται στο πρωραίο κατάστρωμα και επικοινωνεί διά μέσου τού κολαούζου με τον δύτη ο οποίος έχει καταδυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολαούζος, με τη σημ. 4. + κατάλ. ιέρης (< ιταλ. iere), πρβλ. κοινον ιέρης,… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκάικο — το ψαρόβαρκα που φέρει ειδική αντλία μέσω τής οποίας εφοδιάζεται με αέρα το σκάφανδρο τού δύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καΐκι] …   Dictionary of Greek

  • ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • ποσειδωνία — Αρχαία ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία, στη δυτική ακτή της Λευκανίας. Ευρήματα της νεολιθικής και της εποχής του χαλκού μαρτυρούν την παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή της Π. από τους αρχαιότατους χρόνους. Η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση όμως… …   Dictionary of Greek

  • στοματόκλειστρο — το, Ν το άκρο τού αεραγωγού σωλήνα τών μηχανημάτων κατάδυσης που εφαρμόζεται στο στόμα τού δύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, ατος + κλείστρο (< κλείω [I])] …   Dictionary of Greek

  • ύφυδρος — ον, Α 1. (για δύτη) αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ο γεμάτος νερό 3. ιατρ. υδρωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + υδρος (< ὕδωρ*), πρβλ. ἔφ υδρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»