-
1 δύτη
-
2 δύτῃ
-
3 δύτη
-
4 δυτη
δυτη, δυτᾱGrammatical information: f.Meaning: meaning uncertain; `pit'? (Thebe, Trozen IV-IIIa).Other forms: accent unknownEtymology: Perh. to ἄ-δυτον `place one may not enter, most sacred' to δύω, δύομαι `go into'. Frisk GHÅ 44 (1938: 1) 16f. - (Not with v. Blumenthal Glotta 18, 154 to θύω (`place for sacrifice') as Illyrian.Page in Frisk: 1,427Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δυτη
-
5 δύτη
dalgıç, balık adam -
6 δύται
δύτηshrine: fem nom /voc plδύτᾱͅ, δύτηshrine: fem dat sg (doric aeolic)δύτηςdiver: masc nom /voc plδύτᾱͅ, δύτηςdiver: masc dat sg (doric aeolic) -
7 δύτης
δύτηshrine: fem gen sg (attic epic ionic)δύτηςdiver: masc nom sg -
8 δυτᾱ
δυτη, δυτᾱGrammatical information: f.Meaning: meaning uncertain; `pit'? (Thebe, Trozen IV-IIIa).Other forms: accent unknownEtymology: Perh. to ἄ-δυτον `place one may not enter, most sacred' to δύω, δύομαι `go into'. Frisk GHÅ 44 (1938: 1) 16f. - (Not with v. Blumenthal Glotta 18, 154 to θύω (`place for sacrifice') as Illyrian.Page in Frisk: 1,427Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δυτᾱ
-
9 δύτας
δύτᾱς, δύτηshrine: fem acc plδύτᾱς, δύτηshrine: fem gen sg (doric aeolic)δύτᾱς, δύτηςdiver: masc acc plδύτᾱς, δύτηςdiver: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 δύω 2
δύω 2.Grammatical information: v.Meaning: `enter, go into'Other forms: δύομαι, δύνω, aor. δῦσαι, δύσασθαι, δῦναι, perf. δέδῡκα, aor. pass. δυθῆναι, fut. δύσω, δύσομαι, δῠθήσομαι, unclear ep. preterite δύσετο (Schwyzer 788, Chantraine Gramm. hom. 1, 416f.) trans. ( δύω, δῦσαι, δύσω), mostly with prefix ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-δύω; otherwise intr. ( δύομαι, δύνω) `get into, slip into, put on', often with prefix ἀνα-, ἀπο-, ὑπο- etc. - δύομαι, - δύνω; rarely - δύω (Il.).Compounds: often with nominal first member in compounds, e. g. τρωγλο-δύτης `cave-dweller' (Hdt.) with - δυτικός, - δυτέω, λωπο-δύτης `who goes in foreign clothes, thief (of clothes)' (Att. etc.) with - δυτέω, - δυσίου ( δίκη), - δυσία; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 225f.Derivatives: δύσις `setting of sun and stars, West' (Hecat.) with δυτικός; often to the prefixed verbs in different meanings ἔκ-, ἔν-, κατά-δυσις etc. δῦμα ( POxy. 6, 929, 8; 15, II-IIIp) = ἔνδυμα `garment' (Va), also ὑπόδυμα. δύτης `diver' (Hdt. 8, 8); in diff. meunings ἐν-, ὑπεν-, ἐκ-δύτης etc. with ἐκδύσια pl. name of a feast in Crete (Ant. Lib.); ἐνδυτήρ `to put on' (S. Tr. 674 of πέπλος) with ἐνδυτήριος (S.), also ὑποδυτήρια pl. (Str. 14, 5, 6; v. l. ὑποδεκτ.). δυσμαί pl. (rarely sg., s. Schwyzer-Debrunner 43) `setting of sun and stars, West' (Ion.-Att.) with δυσμικός (Str.); also δυ-θμαί, - θμή `id.' (Call.; on the suffix Chantr. Form. 148f.). δυτη s. v. δυτῖνος name of a waterbird (Dionys. Av.; as ἰκτῖνος, κορακῖνος etc.). δυτικός `suited to diving, western' (Arist.). - Lengthened verb form: δύπτω (s. v.); δύσγω ἀποδύω H., after μίσγω (Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718); cf. also φύσγων (Alc., POxy. 18, 2165; s. Specht KZ 68, 150.Etymology: In the meaning `put on' Sanskrit has (the rare) upā-du- (only gerundive Ved. upādútya-), s. L. v. Schroeder WZKM 13, 297f., Brugmann IF 11, 274. Perh. also in δείελος etc. (s. v.). - On the intransitive nasal present δύνω s. Schwyzer 696, Schwyzer-Debrunner 230. - Cf. also ἁλιβδύω.Page in Frisk: 1,427-428Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δύω 2
См. также в других словарях:
δύτῃ — δύτη shrine fem dat sg (attic epic ionic) δύτης diver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύται — δύτη shrine fem nom/voc pl δύτᾱͅ , δύτη shrine fem dat sg (doric aeolic) δύτης diver masc nom/voc pl δύτᾱͅ , δύτης diver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύτης — δύτη shrine fem gen sg (attic epic ionic) δύτης diver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφανδρο — Βλ. λ. δύτης. * * * το, Ν 1. τεχνολ. βαριά συσκευή ατομικής κατάδυσης συνδεόμενη με την επιφάνεια με λώρο διά μέσου τού οποίου χορηγείται ο απαιτούμενος για την αναπνοή τού δύτη αέρας 2. φρ. α) «αυτόνομο σκάφανδρο» τεχνολ. φορητή αναπνευστική… … Dictionary of Greek
δύτας — δύτᾱς , δύτη shrine fem acc pl δύτᾱς , δύτη shrine fem gen sg (doric aeolic) δύτᾱς , δύτης diver masc acc pl δύτᾱς , δύτης diver masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαουζιέρης — ο (σε σπογγαλιευτικό πλοίο) ο ναύτης που στέκεται στο πρωραίο κατάστρωμα και επικοινωνεί διά μέσου τού κολαούζου με τον δύτη ο οποίος έχει καταδυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολαούζος, με τη σημ. 4. + κατάλ. ιέρης (< ιταλ. iere), πρβλ. κοινον ιέρης,… … Dictionary of Greek
μηχανοκάικο — το ψαρόβαρκα που φέρει ειδική αντλία μέσω τής οποίας εφοδιάζεται με αέρα το σκάφανδρο τού δύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καΐκι] … Dictionary of Greek
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
ποσειδωνία — Αρχαία ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία, στη δυτική ακτή της Λευκανίας. Ευρήματα της νεολιθικής και της εποχής του χαλκού μαρτυρούν την παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή της Π. από τους αρχαιότατους χρόνους. Η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση όμως… … Dictionary of Greek
στοματόκλειστρο — το, Ν το άκρο τού αεραγωγού σωλήνα τών μηχανημάτων κατάδυσης που εφαρμόζεται στο στόμα τού δύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, ατος + κλείστρο (< κλείω [I])] … Dictionary of Greek
ύφυδρος — ον, Α 1. (για δύτη) αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ο γεμάτος νερό 3. ιατρ. υδρωπικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + υδρος (< ὕδωρ*), πρβλ. ἔφ υδρος] … Dictionary of Greek