Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δωριακός

См. также в других словарях:

  • Δωριακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωριακός — ή, όν βλ. δωρικός …   Dictionary of Greek

  • δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»