-
1 Δωριακός
Δωριακόςmasc nom sg -
2 Δωριακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δωριακός
-
3 πόλεμος
A war, Il.1.61, etc. (the usual meaning in post-Homeric Greek); also, battle, fight, ib. 226, etc.; even of single combat, 7.174;πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
, 5.891;φυλόπιδος.. καὶ πολέμοιο 18.242
;ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε 1.492
, cf. 14.37,96;π. καὶ δηϊοτῆτος 5.348
, etc.: periphr., νεῖκος, φύλοπις, ἔρις πολέμοιο, 13.271, 635, 17.253; π. ἄγριος, αἱματόεις, ἀργαλέος, ἀλίαστος, δακρυόεις, δήϊος, δυσηλεγής, δυσηχής, κακός, λευγαλέος, ὀϊζυρός, ὀκρυόεις, ὀλοός, ὁμοίιος, πευκεδανός, πολυᾶϊξ, πολύδακρυς, στυγερός, φθισήνωρ, ib. 737, 19.313, Od.24.531, Il.2.797, 5.737, 7.119, 20.154, 2.686, 1.284, 13.97, 3.112, 9.64 (leg. κρυόεντος), 3.133, 9.440, 10.8, 1.165, 3.165, 4.240, 9.604; π. Ἀχαιῶν, ἀνδρῶν, i.e. brought by them, 3.165, 24.8 (pl.), etc.;ὁ τῶν βαρβάρων π. Th.1.24
;Ἑλλήνων π. X.HG3.2.22
;ὁ παρὼν π. Κορινθίων Th.1.32
; ὁ μέλλων καὶ ὅσον οὐ παρὼν π. ib.36;ὁ πρὸς Δαρεῖον π. Hdt. 6.2
;ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ π. Pl.Smp. 196a
; Δωριακὸς π. Orac. ap. Th.2.54;ὁ Ἰωνικὸς π. Id.8.11
;ὁ Φωκικὸς π. Aeschin. 3.148
;π. Δεκελεικός Isoc.8.37
, 14.31;π. ξενικός Arist.Pol. 1272b20
;δουλικοὶ π. Ath.6.272f
;ἱερὸς π. Ar.Av. 556
, etc.; πόλεμον ἄρασθαι levy war, A.Supp. 342, cf. Ar.Ach. 913, etc.: c. dat.,ἢ τοῖσιν ἢ τοῖς π. αἴρεσθαι μέγαν A.Supp. 439
;π. ἄρασθαι πρός τινας X.Cyr.1.6.45
;π. θέσθαι τινί E.Or.13
;π. ἀναιρέεσθαι Hdt.5.36
, cf. D.1.7, etc.; π. κινεῖν, ἐγεῖραι, Th.6.34, Hdn.3.5.3;π. τοῖς ἔργοις ἐξενήνοχε D.11.20
, cf. Plu. 2.829e;ἐς π. καθίστασθαί τισι E.HF 1168
;π. ἐπαγαγεῖν Aeschin.3.140
;ἀγαγεῖν ἐπί τινας D.5.19
; π. ποιεῖν make war, Id.8.7; π. ποιεῖσθαι carry it on, X.An.5.5.24; π. καταλύεσθαι put an end to it, And.3.17, Th.6.36;ὁ π. ἀναπέπαυται X.Cyr.7.5.47
: prov., οὐ πόλεμον ἐπαγγέλλεις, i.e. that is good news, Pl.Lg. 702d, Phdr. 242b: in pl., Democr. 250, etc.;διὰ τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πάντες οἱ π. ἡμῖν γίγνονται Pl. Phd. 66c
, cf. R. 460a, al.II personified, War, Battle,Ἀλαλὰ Πολέμου θύγατερ Pi.Fr.78
, cf. Ar. Pax 205; Π. πάντων μὲν πατήρ ἐστι,πάντων δὲ βασιλεύς Heraclit.53
;ὁ π. τῆς γενέσεως Dam.Pr. 423
.2 metaph. of womankind,πολυτελὴς π. Secund.Sent.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόλεμος
-
4 Δωριεῖς
Δωριεῖς, att. -ιῆςGrammatical information: m. pl.Meaning: `Dorians' (τ 177, - ιέες; metri causa, Debrunner Άντίδωρον 33 A. 1), sg. Δωριεύς, as PN (Hdt.) and as adj. `Dorian' (Pi.); from there Δωρίεια (Knidos), Δώρεια (Kos) n. pl. names of a feastDialectal forms: Myc. dorijewe \/Dōrijēwes\/Derivatives: Δώριος (Pi.), δωρικός (Hdt.), δωριακός (Orac. ap. Th. 2, 24, metr. determined), s. Chantraine Études sur le vocab. gr. 107; fem. Δωρίς (Hdt.); δωρίζω `speak Dorian' (Theoc.), δωρισμός, δωριστί; δωριάζω `cloth oneself like the Doriams'Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. See Ramat, Par. del Pass. 16 (1961) 62-5.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Δωριεῖς
См. также в других словарях:
Δωριακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωριακός — ή, όν βλ. δωρικός … Dictionary of Greek
δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… … Dictionary of Greek