-
1 Δωρικός
Δωρικόςmasc nom sg -
2 Δωρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δωρικός
-
3 Δωρικά
Δωρικόςneut nom /voc /acc plΔωρικά̱, Δωρικόςfem nom /voc /acc dualΔωρικά̱, Δωρικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 Δωρικώτερον
Δωρικόςadverbial compΔωρικόςmasc acc comp sgΔωρικόςneut nom /voc /acc comp sg -
5 Δωρικόν
Δωρικόςmasc acc sgΔωρικόςneut nom /voc /acc sg -
6 Δωρικαί
Δωρικόςfem nom /voc pl -
7 Δωρικοί
Δωρικόςmasc nom /voc pl -
8 Δωρικούς
Δωρικόςmasc acc pl -
9 Δωρική
Δωρικόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 Δωρικήν
Δωρικόςfem acc sg (attic epic ionic) -
11 Δωρικών
-
12 Δωρικῶν
-
13 Δωρικάς
-
14 Δωρικᾶς
-
15 Δωρική
-
16 Δωρικῇ
-
17 Δωρικής
-
18 Δωρικῆς
-
19 Δωρικαίς
-
20 Δωρικαῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δωρικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
δωρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δωριείς: Ο ναός είναι δωρικού ρυθμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δωρικά — Δωρικός neut nom/voc/acc pl Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc/acc dual Δωρικά̱ , Δωρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικώτερον — Δωρικός adverbial comp Δωρικός masc acc comp sg Δωρικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικῶν — Δωρικός fem gen pl Δωρικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικόν — Δωρικός masc acc sg Δωρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικαῖς — Δωρικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικαί — Δωρικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρικοῖς — Δωρικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)