-
1 δωρητός
δωρητός, adject. verb. von δωρέω: – 1) beschenkbar; Hom. einmal, Iliad. 9, 526 δωρητοί τε πέλοντο παράρρητοί τ' ἐπέεσσιν, sie nahmen Geschenke und ließen sich überreden. – 21 geschenkt; Soph. O. R. 384; Plut. Cor. 16.
-
2 δωρητος
31) которого можно смягчить дарамиδωρητοὴ πέλοντο παράρρητοί τ΄ ἐπέσσιν Hom. — они принимали дары и поддавались уговорам
2) принесенный в дар, дарованный (sc. ἀρχή Soph.; σῖτος Plut.) -
3 δωρητός
δωρητόςopen to gifts: masc /fem nom sg -
4 δωρητός
δωρητός: open to gifts, reconcilable, Il. 9.526†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δωρητός
-
5 δωρητός
δωρητός, (1) beschenkbar; δωρητοί τε πέλοντο παράρρητοί τ' ἐπέεσσιν, sie nahmen Geschenke und ließen sich überreden. (2) geschenkt -
6 δωρητός
η, ό[ν] могущий быть подаренным -
7 δωρητός
δωρ-ητός, όν, of persons,II of things, freely given,δ., οὐκ αἰτητόν S. OT 384
, cf. Plu.Cor.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρητός
-
8 πατρο-δώρητος
πατρο-δώρητος, vom Vater geschenkt, gegeben, Luc. Tragodop. 268.
-
9 εὐ-δώρητος
εὐ-δώρητος, reichlich geschenkt, φορβή, Opp. H. 4, 359.
-
10 θεο-δώρητος
θεο-δώρητος, von Gott geschenkt, Clem. Al.
-
11 ἀ-δώρητος
-
12 δωρητόν
δωρητόςopen to gifts: masc /fem acc sgδωρητόςopen to gifts: neut nom /voc /acc sg -
13 δωρητοί
δωρητόςopen to gifts: masc /fem nom /voc pl -
14 δωρέω
δωρέω, schenken. Abgesehn vom adject. verb. δωρητός, welches unten besonders aufgeführt wird, bei Homer nur einmal, im medium, Iliad. 10, 557 ῥεῖα ϑεός γ' ἐϑέλων καὶ ἀμείνονας ἠέ περ οἵδε ἵππους δωρήσαιτο. Composita bei Homer nicht. – Folgende: 1) das activische Verbum δωρέω: ἐδώρησαν Hes. O. 81; Ἑρμᾶν λιταῖς ἐδώρησαν, beschenken, Pind. Ol. 6, 73; pass., ἐδωρήϑη οἱ χώρη Her. 8, 85; vgl. Soph. Ai. 1008; Plat. Tim. 47 b; τὰ παρὰ τῆς τύχης δωρηϑέντα Isocr. 4, 26; D. Sic. 5, 49; δῶρα δεδώρηται Plat. Polit. 274 c. – Gew. – 2) dep. med.: Pind. Ol. 7, 3; Her. 2, 126 u. öfter; u. so Attiker; δεδώρηταί τι ἡμῖν ὁ ϑεός Plat. Tim. 46 e; – τινά τινι, beschenken womit, Her. 3, 130 u. öfter; vgl. Eur. Heracl. 1098; ϑεοὺς ἀναϑήμασι Plat. Alc. II, 149 c; σπέρμα εἰς Πελοπόννησον Xen. Hell. 6, 3, 4; bloß τινά, Her. 4, 110.
-
15 αδωρητος
-
16 αιτητος
3[adj. verb. к αἰτέω См. αιτεω] просимый, требуемыйδωρητός, οὐκ αἰ. Soph. — преподнесенный как дар, а не выпрошенный
-
17 πατροδωρητος
-
18 θεοδώρητος
θεο-δώρητος, ον,II θ. λίθος, of the ἀλαβαστρίτης λίθος, Zos.Alch.p.114B.2 ἡ θ. a purgative, Aët.13.112, Alex.Trall.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοδώρητος
-
19 πατροδώρητος
πατρο-δώρητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατροδώρητος
-
20 Σεβαστοδώρητος
Σεβαστο-δώρητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σεβαστοδώρητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δωρητός — open to gifts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρητός — ή, ό (AM δωρητός, ή, όν) αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν») νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει αρχ. αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται … Dictionary of Greek
δωρητόν — δωρητός open to gifts masc/fem acc sg δωρητός open to gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρητοί — δωρητός open to gifts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek
πατροδώρητος — ον, Α αυτός που δωρήθηκε από τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δώρητος (< δωρῶ), πρβλ. θεο δώρητος] … Dictionary of Greek
ετοιμοδώρητος — ἑτοιμοδώρητος, ον (Μ) 1. ο έτοιμος, ο πρόθυμος σε δωρεές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοδώρητον η εκούσια, η πρόθυμη προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δωρητός] … Dictionary of Greek
ευδώρητος — εὐδώρητος, ον (Α) αυτός που έχει λάβει άφθονα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δωρητος (< δωρούμαι)] … Dictionary of Greek
σεβαστοδώρητος — ον, Α (για αγώνα) ο εξουσιοδοτημένος με αυτοκρατορική άδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + δωρητός (< δωρῶ)] … Dictionary of Greek