-
1 πατρο-δώρητος
πατρο-δώρητος, vom Vater geschenkt, gegeben, Luc. Tragodop. 268.
-
2 πατροδώρητος,
πατρο-δώρητος, u. πατρό-δοτος, vom Vater geschenkt, gegeben -
3 πατρόδοτος
πατρο-δώρητος, u. πατρό-δοτος, vom Vater geschenkt, gegeben -
4 πατροδώρητος
πατρο-δώρητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατροδώρητος
-
5 πατροδωρητος
См. также в других словарях:
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek