-
1 παρα-δυναστεία
παρα-δυναστεία, ἡ, das Danebenherrschen, Sp.; auch παραδυνάστευσις.
-
2 παραδυναστεία
παρα-δυναστεία, ἡ, das Danebenherrschen; auch παραδυνάστευσις
См. также в других словарях:
παραδυνάστευσις — ἡ, Μ [παραδυναστεύω] ἡ παραδυναστεία* … Dictionary of Greek