-
1 περι-μάχητος
περι-μάχητος, umstritten; Ar. Av. 1404 Thesm. 319; Thuc. 7, 84; Plat. Rep. I, 342 d u. öfter; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswerth, Xen. Conv. 3, 9; δυναστεία ὑπὸ πάντων ἐρωμένη καὶ π., Isocr. 8, 65, vgl. 7, 24; auch ἡ τροφὴ αὐτοῖς οὐ περιμάχητος ἦν, Plat. Legg. III, 678 e; Sp., wie Luc. Tim. 21.
-
2 περιμάχητος
περι-μάχητος, umstritten; sehr geschätzt, gesucht, wünschenswert -
3 περιμαχητος
21) являющийся предметом борьбы, оспариваемый (друг у друга)ταῖσι φυλαῖς π. εἶναι Arph. — быть нарасхват у фил;
οὐ π. ἦν ἥ τροφή Plat. — в пище недостатка не было2) желанный, вожделенный(ὑπὸ πάντων ἐρώμενος καὴ π. Isocr.; τὰ περιμάχητα ἀγαθά Arst.)
3) страстно борющийся, страстный, неукротимый(φιλοπλουτία καὴ φιληδονία Plut.)
См. также в других словарях:
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek