-
1 dynastia
δυναστεία -
2 hanedan
δυναστεία, οίκος -
3 династия
-и θ.δυναστεία•династия романовых η δυναστεία των Ρωμανόφ.
-
4 династия
дин||а́стияж ἡ δυναστεία, -
5 dynasty
American - dynasties; noun(a succession or series of rulers of the same family: the Ming dynasty.) δυναστεία- dynastic -
6 дом
-а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.1. σπίτι, οικία•каменный дом πέτρινο σπίτι•
деревянный дом ζυλόσπιτο•
жилой дом κατοικία•
в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•
многоквартирный дом πολυκατοικία•
загородной -εξοχικό σπίτι.
2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.
3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•
в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•
богатый дом πλούσιο σπίτι•
хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.
4. δυναστεία, οίκος•дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.
5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•дом культуры σπίτι πολιτισμού•
дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•
детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•
дом пионеров σπίτι των πιονέρων•
родильный μαιευτήριο•
βλ. ανωτ. детский дом.6. κατάστημα•банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•
торговый дом εμπορικός οίκος•
исправительный дом σωφρονιστήριο•
игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•
питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.
εκφρ.на дом – στο σπίτι•брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•на –у – στο σπίτι, οίκοι•работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον. -
7 Authority
subs.Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.Concretely, witness: P. and V. μάρτυς, ὁ or ἡQuote as authority, v.: P. παρατίθεσθαι (acc.).An authority on: P. and V. ἐπιστήμων, ὁ or ἡ (gen.), ἔμπειρος, ὁ or ἡ (gen.).Without authority, adj.: P. ἄκυρος.Without your authority: P. μὴ σημήναντός σου (Plat., Phaedo 62C).On one's own authority: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης.They accused the generals of making terms without their authority: P. τοὺς στρατηγούς ἐπῃτιάσαντο ὅτι ἄνευ αὑτῶν συνέβησαν (Thuc. 2, 70).The authorities, those in authority: P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κύρια, P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαίThis period ( of history) was omitted by all authorities before me: τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον (Thuc. 1, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Authority
-
8 Domination
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Domination
-
9 Lordship
subs.P. and V. δυναστεία, ἡ, P. δεσποτεία, ἡ, ἡγεμονία, ἡ, προστασία, ἡ.Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ. κράτος, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lordship
-
10 Oligarchy
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oligarchy
-
11 Power
subs.Capacity: P. and V. δύναμις, ἡ.Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).Greatness: P. and V. μέγεθος, τό.Authority: P. and V. ἐξουσία, ἡ, κῦρος, τό.Those in power, in office: P. and V. οἱ ἐν τέλει.As far as lies in my power: P. κατὰ δύναμιν.As far as lay in their power you have been placed in serious danger: P. τὸ ἐπὶ τούτοις εἶναι ἐν τοῖς δεινοτάτοις κινδύνοις καθεστήκατε (Thuc.).Get a person into one's power: P. and V. ὑποχείριον λαμβάνειν, (acc.), V. χείριον λαμβάνειν (acc.), P. ὑφʼ ἑαυτῷ ποιεῖσθαι (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Power
-
12 Rule
subs.Rod for measuring: P. and V. κανών, ὁ.Rule of conduct: P. and V. κανών, ὁ, ὅρος, ὁ.Law: P. and V. νόμος, ὁ, θεσμός, ὁ (rare P.).War never proceeds by rule of thumb: P. ἥκιστα πόλεμος ἐπὶ ῥητοῖς χωρεῖ (Thuc. 1. 122).Standard: P. and V. κανών, ὁ, P. κριτήριον, τό.As a rule: see Generally.Government, power: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, δυναστεία, ἡ, V. σκῆπτρον, τό, or pl., θρόνος, ὁ, or pl.——————v. trans.Trace, draw: use P. ἄγειν ( Aristotle).Govern: P. and V. ἄρχειν (gen. V. also dat.). κρατεῖν (gen.), κοσμεῖν, V. κρατύνειν (gen.), εὐθύνειν. ναυκληρεῖν, κραίνειν (gen.).Rule over as king: P. and V. τυραννεύειν (gen.), βασιλεύειν (gen.) (Eur., El. 12), δεσπόζειν (gen. or acc., Eur., H.F. 28) (Plat. but rare P.), V. ἀνάσσειν (gen.), κοιρανεῖν (gen.), ταγεῖν (gen.), Ar. and V. τυραννεῖν (absol.).Rule among: P. and V. ἐνδυναστεύειν (dat. on P. παρά, dat.).Administer: P. and V. οἰκεῖν, νέμειν (Thuc. 8, 70), κυβερνᾶν, Ar. and P. διοικεῖν, ταμιεύειν, μεταχειρίζεσθαι, P. διαχειρίζειν, διακυβερνᾶν (Plat.), V. νωμᾶν.The ruling price: P. ἡ καθεστηκυῖα τιμή.Rule out of court: P. ἀπογιγνώσκειν.Quash: Ar. and P. διαγράφειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rule
-
13 Sovereignty
subs.ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, μοναρχία, ἡ (rare P.), δυναστεία, ἡ, V. θρόνοι, οἱ, σκῆπτρα, τά.Of one state over another: P. ἡγεμονία ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sovereignty
-
14 Supremacy
subs.Sovereignty of one state over another: P. ἡγεμονία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Supremacy
См. также в других словарях:
δυναστεία — δυναστείᾱ , δυναστεία power fem nom/voc/acc dual δυναστείᾱ , δυναστεία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστείᾳ — δυναστείᾱͅ , δυναστεία power fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… … Dictionary of Greek
δυναστεία — η 1. σειρά ηγεμόνων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια: Η δυναστεία των Βουρβόνων. 2. άσκηση τυραννικής εξουσίας: Εξεγέρθηκαν ενάντια στη βασιλική δυναστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακεδονική δυναστεία — Η πιο αξιόλογη δυναστεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (867 1056). Η περίοδος της ακμής της (867 1025) χαρακτηρίζεται από μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, αξιόλογο νομοθετικό έργο, ρηξικέλευθη κοινωνική πολιτική, πολύτιμα πνευματικά και… … Dictionary of Greek
Σουνγκ — Δυναστεία της Κίνας, η οποία άκμασε από το 960 έως το 1279. Διακρίνεται στη δυναστεία των Βόρειων Σ. ή κυρίως Σ., της οποίας ιδρυτής υπήρξε ο Τσάο Κουάνγκγιν και η οποία καταλύθηκε μετά την ολοσχερή κατάκτηση της Κίνας από τον Κουμπλάι Χαν, και… … Dictionary of Greek
δυναστείας — δυναστείᾱς , δυναστεία power fem acc pl δυναστείᾱς , δυναστεία power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… … Dictionary of Greek
Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… … Dictionary of Greek
Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… … Dictionary of Greek
Γαζναβίδες ή Γαζυεβίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων (τέλη 10ου – τέλη 12ου αι.), που ονομάστηκαν έτσι από την πόλη Γάζνη, πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ιδρυτής της δυναστείας αυτής ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ, που διακρινόταν τόσο για την απληστία του και τη σκληρότητά του όσο… … Dictionary of Greek