-
61 ὀρει-δρόμος
ὀρει-δρόμος, die Berge durchlaufend, ἔλαφος, Eur. I. A. 1593.
-
62 ὀρθο-δρόμος
ὀρθο-δρόμος, gradaus laufend (?).
-
63 ἀμφί-δρομος
ἀμφί-δρομος, 1) zu umlaufen. τεῖχος, Sp. – 2) herumlaufend, umschließend, κῦμα Soph. Ai. 346; nach Anderen die sich im Kreise drehenden strudelnden Wellen; Strabo ἀμφίδρομοι τόποι, Stellen mit Strudeln; Pol. 34, 2; ἄστρων ἕλικες Ptolem. 2 (IX, 577).
-
64 ὀξύ-δρομος
ὀξύ-δρομος, schnell laufend, Sp.
-
65 ἀερο-δρόμος
ἀερο-δρόμος, die Luft durchlaufend, Eust.
-
66 ἀελλο-δρόμος
ἀελλο-δρόμος, sturmschnell laufend, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1.
-
67 ἀμμό-δρομος
ἀμμό-δρομος, ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.
-
68 ἀν-ισό-δρομος
ἀν-ισό-δρομος, von ungleichem Laufe, Philo.
-
69 ἀνεμό-δρομος
ἀνεμό-δρομος, ὁ, Windläufer, Luc. V. H. 1, 13.
-
70 ἀν-έκ-δρομος
ἀν-έκ-δρομος, unentrinnbar, ϑῶμιξ Archi. 23 (IX, 343).
-
71 ὁπλῑτο-δρόμος
ὁπλῑτο-δρόμος, in schwerer Waffenrüstung wettlaufend, Schol. Ar. Ach. 213.
-
72 ἁρματο-δρόμος
ἁρματο-δρόμος, wettfahrend, Schol. Ap. Rh. 1, 1333.
-
73 ὁμό-δρομος
ὁμό-δρομος, zusammenlaufend, denselben Lauf ha-bend, ἡλίῳ, Plat. Epin. 987 b.
-
74 ἁλά-δρομος
ἁλά-δρομος, ὁ, der Meerlauf, das Laufen über das Meer, od. Springlauf, von ἅλλομαι, Ar. Av. 1395.
-
75 ἁλί-δρομος
ἁλί-δρομος, meerdurchlaufend, Nonn. öfter, z. B. πορεία D. 43, 281.
-
76 ἐπί-δρομος
ἐπί-δρομος, angreifbar, einem Anlauf ausgesetzt, ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος Il. 6, 434, die Mauer war zu erstürmen; ἐπίδρομον ζεφύροισιν, den Zephyren ausgesetzt, Satyr. 3 (X, 13), wie ἀνέμοισιν Opp. Hal. 3, 635; Βαβυλῶνος ἐπίδρομον ἅρμασι τεῖχος, worauf Wagen fahren können, Antp. Sid. 52 (IX, 58); τὰ ἐπίδρομα καὶ πεδινά Plut. Eum. 9; ὁδός Poll. 3, 96; νηυσὶν ἐπίδρομός ἐστι ϑάλασσα Mosch. 2, 137. – Angreifend, anlaufend, Aesch. Suppl. 117, wo die Lesart schwankt. – Uebertr., leichtsinnig, übereilt, ὅρκος Paus. 9, 33, 3 u. a. Sp. – Ὁ ἐπίδρομος ist sowohl der Strick oben am Netz, der von oben heruntergeht, Xen. Cyn. 6, 9, vgl. Poll. 5, 29, als das Segel am Hintertheil des Schiffes, 1, 91; – δι' ὀργάνων ἐπιδρόμων κατήγοντο, sie wurden an Seilen, die von oben gezogen wurden, mit Maschinen herabgelassen, Plut. Sertor. 22.
-
77 ἑπτά-δρομος
ἑπτά-δρομος, siebenmal laufend, Tzetz.
-
78 ὑπό-δρομος
ὑπό-δρομος, darunter, darein od. hinein laufend, unter die Füße kommend; Eur. Phoen. 1406 πέτρον ἴχνους ὑπόδρομον; sp. D., wie Orph. Arg. 805.
-
79 ὑπό-δρομος [2]
ὑπό-δρομος, ὁ, = ὑποδρομή, bes. ein Ort zum Einlaufen, erster Anlauf, Sp. – Eine Spinnenart, Ael. H. A. 6, 25.
-
80 ὑψί-δρομος
ὑψί-δρομος, hoch laufend, sich in der Höhe bewegend, Orph.
См. также в других словарях:
δρόμος — course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 … Dictionary of Greek
αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… … Dictionary of Greek
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДРОМОС — • Δρόμος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοις — δρόμος course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)