-
41 νεό-δρομος
νεό-δρομος, ϑήρη, Bahr. 106, 15, jüngst gelaufen.
-
42 δι-πλό-δρομος
δι-πλό-δρομος, ὁ, der Doppellauf, Sp.
-
43 μακρα-δρόμος
μακρα-δρόμος, f. l. für μακροδρόμος.
-
44 μακρο-δρόμος
μακρο-δρόμος, lange, weit laufend, im superl., Xen. Cyn. 5, 51, richtige Em. für μακραδρ.
-
45 δι-αυλο-δρόμος
δι-αυλο-δρόμος, im Diaulos wettlaufend, komisch, Artemid. 4, 24, δ. ὁ ἀλεκτρυὼν γίγνεται· διὰ γὰρ τῆς αὐλῆς τρέχει.
-
46 διά-δρομος
διά-δρομος, ὁ, Durchgang, Luc. Hipp. 6.
-
47 διά-δρομος [2]
διά-δρομος, durcheinander laufend; φυγαί Aesch. Spt. 191; κίοσιν ἔμβολα, durcheinanderstürzendes Säulengebälk, Eur. Bacch. 592; λέχος El. 1156, das vom Agamemnon auf Aegisth übergegangene.
-
48 δολιχο-δρόμος
δολιχο-δρόμος, den Dolichos laufend: Plat. Prot. 835 e; Xen. Symp. 2, 17 u. Sp.
-
49 βοη-δρόμος
βοη-δρόμος, = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).
-
50 θεο-δρόμος
θεο-δρόμος, gottgefällig wandelnd, K. S.
-
51 λαιψηρό-δρομος
λαιψηρό-δρομος, schnell laufend, Ἀχιλλεύς, Eur. I. A. 207.
-
52 λοξο-δρόμος
λοξο-δρόμος, schief, schräg laufend, Sp.
-
53 οὐρεσι-δρόμος
οὐρεσι-δρόμος, p. = ὀρειδρόμος, Μαινάδες, Eur. Bacch. 983.
-
54 οὐριο-δρόμος
οὐριο-δρόμος, mit günstigem Winde laufend, segelnd, ναῦς, Sp.
-
55 οὐρανο-δρόμος
οὐρανο-δρόμος, am Himmel, durch den Himmel laufend, Sp.
-
56 αὐτό-δρομος
αὐτό-δρομος, von selbst laufend, Galen.
-
57 αἰθερο-δρόμος
αἰθερο-δρόμος, den Aether durchlaufend, πετεινά Ar. Av. 1393.
-
58 ἀπό-δρομος
ἀπό-δρομος, 1) zurücklaufend. – 2) nicht mehr laufend, Soph. frg. 75; Hesych. πεπαυμένος δρόμων. Bei den Cretern = der noch nicht im Wettlauf gelaufen hat.
-
59 ὀρεσσι-δρόμος
ὀρεσσι-δρόμος, = ὀρεσιδρόμος, Orph. Arg. 21.
-
60 ὀρεσι-δρόμος
ὀρεσι-δρόμος, = ὀρειδρόμος, Ἰνώ, Nonn. D. 10, 79, oft.
См. также в других словарях:
δρόμος — course masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο 1. πορεία, τρέξιμο: Ίδρωσα από το δρόμο. 2. οδός: Μένουμε στον ίδιο δρόμο. 3. αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής: Κέρδισε χρυσό μετάλλιο σε αγώνα δρόμου. 4. φρ., «Πήρε τους δρόμους», περιπλανήθηκε· «Του έδωσα δρόμο», τον έδιωξα· «Έμεινα στο δρόμο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Νέος Δρόμος — Δεκαπενθήμερο παιδαγωγικό περιοδικό, επίσημο όργανο του Εκπαιδευτικού Όμίλου. Εκδόθηκε στα έτη 1928 και 1929 … Dictionary of Greek
αυτοκινητόδρομος — Δρόμος αποκλειστικά αφιερωμένος στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία, ο οποίος αποτελείται τυπικά από δύο χωριστά καταστρώματα, ένα για κάθε κατεύθυνση, που τα χωρίζει μια λωρίδα ή νησίδα. Τα καταστρώματα αποτελούνται από πολλές διαχωριστικές λωρίδες για… … Dictionary of Greek
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДРОМОС — • Δρόμος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοιο — δρόμος course masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμοις — δρόμος course masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)