-
1 ὁπλῑτο-δρόμος
ὁπλῑτο-δρόμος, in schwerer Waffenrüstung wettlaufend, Schol. Ar. Ach. 213.
-
2 ὁπλῑτοδρόμος
См. также в других словарях:
ηλιοδρόμος — ἡλιοδρόμος, ὁ (Α) 1. ο αγγελιαφόρος τού ήλιου 2. τίτλος αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία τού Μίθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δρομος (< δρόμος), πρβλ. οπλιτο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek
κυματοδρόμος — κυματοδρόμος, ον (Α) (για τον γλάρο) αυτός που περνά ή διατρέχει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. οπλιτο δρόμος, ταχυ δρόμος] … Dictionary of Greek