Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δρόμημα

См. также в других словарях:

  • δρόμημα — και δράμημα, το (AM) 1. τρέξιμο 2. τροχιά, διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • δρόμημα — δράμημα running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράμημα — το βλ. δρόμημα …   Dictionary of Greek

  • λέσχημα — λέσχημα, τὸ (Α) φλυαρία, κουτσομπολιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. ημα (πρβλ. δρόμος: δρόμημα, τροφή: τρόφημα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»