-
1 δραγμός
δραγμός, ὁ, das Erfassen; Eur. Cycl. 169; Qu. Sm. 1, 350.
-
2 δραγμος
-
3 δραγμός
δραγμόςgrasping: masc nom sg -
4 δραγμός
δραγμός, ὁ, das Erfassen -
5 δραγμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραγμός
-
6 δραγμόν
δραγμόςgrasping: masc acc sg -
7 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
8 δραγμού
-
9 δραγμοῦ
-
10 δραγμών
-
11 δραγμῶν
-
12 δραχμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμός
-
13 δράσσομαι
Grammatical information: v.Meaning: `grasp, take handfulls' (Il., Ion.-Att.).Derivatives: δράγμα `handfull, esp. of (stalk of) corn' (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 241) with δραγμεύω `collect sheaves' (Σ 555) as from δραγμός (E. Kyk. 170) for metrically impossible δραγματεύω (Eust. 1162, 17); - also δραγμίς `small handfull' (Hp. Morb. 2, 55 v. l. of δραχμίς), δραγμή `id.' (EM); δραχμη s. v.; δράγδην `grasping with the hand' (Plu., Q. S.). - Retrograde δράξ, - κός f. `handfull' (LXX); with metathesis δάρκες δέσμαι H. - δραγατεύω ( δραξών) s. v. - Unclear δρακτόν `small vase' (inscr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Jot-present from *δρακ- or *δράχ-ι̯ομαι, with generalized zero grade. No relatives known (one considered Arm. trc`-ak `Reisigbündel' (Petersson KZ 47, 265); orig. final -c` will continue a combination of velars; between t- and r (evtl. between r and c`) an IE ē or ō (PArm. i or u) must have disappeared. OCS po-dragъ `edge, border of cloth' is very uncertain. See Bq s. v. - See on δραχμη.Page in Frisk: 1,415Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δράσσομαι
См. также в других словарях:
δραγμός — grasping masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγμός — Αρχαία πόλη της Κρήτης στην ανατολική περιοχή του νησιού, που ορισμένοι ταυτίζουν με το Γράμμιον. Βρισκόταν ανάμεσα στις πόλεις Πραισός και Ίτανος και ασκούσε απόλυτο έλεγχο στο Δικταίο ιερό, από το οποίο απολάμβανε τα οικονομικά οφέλη. Κατά τον… … Dictionary of Greek
δραγμοῦ — δραγμός grasping masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραγμόν — δραγμός grasping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράττομαι — (AM δράττομαι και δράσσομαι και δράζομαι και σπαν. δράττω) 1. πιάνω κάτι σφιχτά με το χέρι μου, χουφτώνω 2. συλλαμβάνω με δύναμη, αρπάζω νεοελλ. μτφ. επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι («δράττομαι τής ευκαιρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δράσσομαι (αττ.… … Dictionary of Greek
Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… … Dictionary of Greek
δραγμῶν — δραγμή handful fem gen pl δραγμός grasping masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)