-
1 δοράς
-
2 δορᾶς
-
3 δοράς
δορά̱ς, δοράskin when taken off: fem acc pl -
4 κατα-τρίβω
κατα-τρίβω, zerreiben, durch Reiben verderben, verbrauchen; ἀμφὶ πλευρῇσι δορὰς αἰγῶν κατέτριβον Theogn. 55; ἰμάτια, σώματα, Plat. Phaed. 87 b c; neben καταῤῥηγνύναι Xen. Cyr. 6, 2, 32; sein Vermögen durchbringen, 8, 4, 36; κατατριβήσοιτο ὑπὸ τοῦ πολέμου, er werde aufgerieben werden, Hell. 5, 4, 60; κατατέτριμμαι λοχαγῶν, ich habe mich aufgerieben, Hem. 3, 4, 1; neben ἀπόλλυσϑαι Ar. Pax 354; Thuc. 8, 46; Sp., κατατέτριπτο τοῖς ἀγῶσιν Plut. Fab. 23; übertr., οἶμαι γὰρ αὐτοὺς ἤδη κατατετρῖφϑαι διατεϑρυλημένους ὑπὸ σοῦ, sie sind durch die Reden todt gemacht, ermüdet, Xen. Mem. 1, 2, 37; – κατατρίβειν χρόνους, die Zeit hinbringen, Pol. 1, 25, 6; κατέτριψε τὴν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. 57, 9; Arist. eth. 3, 10; – οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, die sich immer auf der Rednerbühne umhergetrieben haben, Isocr. ep. 8, 7; übh. beschäftigen, Xen. Hem. 4, 5, 7.
-
5 κατα-ζώννῡμι
κατα-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
-
6 καταζωννυμαι
подпоясывать (себе), опоясываться(δορὰς ὄφεσι Eur.; ἐν ἱματίοις τοὺς χιτωνίσκους Plut.)
-
7 καταζώννυμι
A gird fast:—[voice] Med., gird for oneself,δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba. 698
;ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27
:— [voice] Pass.,Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταζώννυμι
-
8 κατατρίβω
Aτέτρῐφα Isoc.
(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut. -τρῐβήσομαι X.HG5.4.60
:— rub down or away: hence,1 of clothes, wear out,ἀμφὶ πλευρῇσι δοράς Thgn.55
, cf. Ar.Fr. 345, Pl.Phd. 87c, Metrod.Fr.55: hence metaph.,πολλὰ σώματα κατατρίψασα ἡ ψυχή Pl.Phd. 91d
, cf. 87d; οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες, i.e. constant frequenters of the tribune, Isoc.Ep.8.7;ὁ σταλαγμὸς κ. Arist.Ph. 253b15
: metaph., κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα to have it always on one's tongue, Luc.Par.43.2 of persons, wear out, exhaust,αὐτοὺς περὶ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας κ. Th.8.46
:—[voice] Pass., to be quite worn out, c. part., , cf. X.Mem.1.2.37; -τριβήσοιντο ὑπὸ πολέμου Id.HG5.4.60
;ἐν τοῖς στρατοπέδοις Isoc.15.115
;περὶ τὸν πόλεμον Plu.Fab.19
.3 of Time, spend, consume, , cf. Aeschin. 2.14, Men.Epit.54, Plu.Caes.13;τὰς ἡμέρας περὶ τῶν τυχόντων Arist. EN 1117b35
, cf. Plb.5.62.6, etc.; κ. τὸν βίον employ it fully, X.Mem. 4.7.5, Nicol.Com.1.23, cf. Phld.Rh.1.38 S.:—so in [voice] Med., τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κ. waste the greater part of one's life in.., Pl.R. 405b: in [tense] pf. [voice] Pass. (later in [tense] aor. 2 -τρῐβέντες Cod.Just.1.5.16.5
), wear away one's life, pass one's whole time, c. part., ;κ. στρατευόμενος X.Mem.3.4.1
;ἐπί τινι Them.Or.26.312c
.4 of property, etc., squander,ἅπαντα X.Cyr.8.4.36
;τὸν λόγον περί τι D.H.Comp. 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατρίβω
-
9 κνιπίδος
κνιπίδος· πέρασμα δορᾶς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνιπίδος
-
10 λεόντειος
3 ἡ λεόντειος πόα, = ὀροβάγχη, Gp.2.42.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεόντειος
-
11 μάρναμαι
Aμάρνασαι Pi.N.10.86
,μάρναται Il.4.513
, ; imper.μάρναο Il.15.475
; subj.μαρνώμεσθα Hes.Sc. 110
; opt.μαρναίμεθα Od.11.513
; inf.μάρνασθαι Il.5.33
, E.Tr. 731; part.μαρνάμενος Il.3.307
, Tyrt.12.33, E.Ph. 1574 (lyr.): [tense] impf.ἐμαρνάμην Anacreont.12.11
; -αο, -ατο, Od.22.228, Il.12.40 ([dialect] Ep.μάρνατο 11.498
); [ per.] 3 dualἐμαρνάσθην 7.301
; pl.ἐμαρνάμεσθα E.Ph. 1142
, IT 1376; poet.μαρνάμεθα Od.3.108
, B.5.125,μάρναντο Il.13.169
: only [tense] pres. and [tense] impf.:—fight, do battle, τινι with, against another, Il.15.475, etc.;ἐπί τινι 9.317
; ; σύν τινι together with another, on his side, Od.3.85; ἀμφί τινα about a fallen hero, Il.16.775; περί τινος for or about a person, ib. 497;ἐναντίοι ἀλλήλοισι νίκης καὶ κράτεος πέρι μ. Hes.Th. 647
; γῆς πέρι καὶ παίδων Tyrt.l.c.; περὶ δορᾶς Κουρῆσι B.l.c.; μήλων ἕνεκ' Hes.Op. 163: c. dat. instrum., ἔγχεϊ, χαλκῷ μ., Il.16.195, 497; φασγάνῳ, δορί, Pi.P.9.21, E.Med.l.c.2 of boxers, Od.18.31.3 quarrel, wrangle, Il.1.257.4 contend, strive, Pi.P.2.65; ἀμφ' ἀρεταῖσι, ἐσλοῖσι πέρι, Id.O.5.15, N.5.47; κασιγνήτου πέρι ib.10.86; μ. φυᾷ strive with all one's natural powers, ib.1.25.—[dialect] Ep. and Lyr. Verb, used also by E.; cf. βάρναμαι. (Cf. Skt. mṛṇā´ti 'crush'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάρναμαι
-
12 περιδρύπτω
A tear all round, peel the bark off a tree, AP9.706 (Antip.):—[voice] Pass., ἀγκῶνας περιδρύφθη ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.) had the skin all torn from off his arms, Il.23.395, cf. Q.S.4.540 ;π. χεῖρας καὶ πρόσωπα Ph.1.311
;δοράς Id.2.527
; περιδρύπτεσθαι τραύμασιν Ach. Tat.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδρύπτω
-
13 προβατοδόρας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβατοδόρας
-
14 πρόβλημα
A anything thrown forward or projecting, πόντου π. ἁλίκλυστον sea-washed promontory, S.Aj. 1219 (lyr.).2 hindrance, obstacle, Hp.Nat.Mul.67, Mul.1.20, Ael. NA2.13.II anything put before one as a defence, bulwark, barrier, , cf.4.175;τῶν.. π. τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα Pl.Plt. 279d
sq., cf. Sph. 261a; σώματος π., of a shield, A.Th. 540; νεῶν προβλήματα, of a wall, E.Rh. 213; χαλκᾶ προβλήματα the brazen armour of horses, X.Cyr.6.1.51.2 c.gen. objecti, defence against a thing,αἰχμῆς καὶ πέτρων A.Th. 676
;χείματος προβλήματα E.Supp. 208
;π. χειμώνων Pl.Ti. 74b
;π. κακῶν Ar.V. 615
;κρύους π. ποιοῦνται τὴν ἐσθῆτα Plu.2.691d
; but,3 μηδὲν φόβου π. μηδ' αἰδοῦς ἔχειν to have neither fear nor reverence as a defence, S.Aj. 1076; τὸν ποταμὸν π. λαβεῖν, ποιήσασθαι, Plb.2.66.1, 3.14.5.III anything put forward as an excuse,π. τοῦ τρόπου D.45.69
; λαβὼν π. σαυτοῦ παῖδα making a screen of him, S.Ph. 1008.2 problem in Geometry, etc., Pl.R. 530b, Tht. 180csq., Plu. Marc.14, 19, etc.;φυσικὰ π. Epicur.Ep.2p.36U.
; οἱ κατὰ πρόβλημα λόγοι (opp. τὰ ἐν τῷ βίῳ) theoretical, Phld.Lib.p.59 O.3 in the Logic of Arist., question as to whether a statement is so or not, Arist. Top. 101b28, cf. 104b1: τὰ π. title of work by Arist., cf. Mete. 363a24, PA 676a18, GA 747b5, cf. προβληματικός; also of the extant work wrongly ascribed to Arist.4 practical or theoretical problem,εἰς π. παμμέγεθες ἐνέπεσε Plb.28.13.9
;εὕροντο λύσιν τοῦ π. Id.30.19.5
;ἐν προβλήμασιν ἢ κρίνομεν ἢ βουλευόμεθα Hermog.Inv.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόβλημα
-
15 ἴς
Aἴνεσι Il.23.191
, alsoἰσίν Sor.
(v. infr.), Suid. s.v. ἶνες, cj. Nauck for εἰσίν in A.Fr. 229:— sinew, tendon, sg. once in Hom.,ὡς δ' ὅτ' ἂν.. ἀνὴρ.. ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν Il.17.522
: usu. in pl., sinews, , cf. Il.23.191;ἶνες ἄρθρων Ar. Pax86
, cf. Archil.138; ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά, of a person wasted by disease, Ph.2.432; δοράς, σάρκας, ἶνας ib. 527: metaph.,Τρωίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Pi.I.8(7).57
.2 later, the fibrous vessels in the muscles, Pl.Ti. 84a, Arist.HA 515b27, al.; in blood, fibrine, Id.PA 650b14, cf. Pl.Ti. 82c, Meno Iatr.17.34: metaph., of metals, Plu.2.434b.------------------------------------ἴς (B) [ῑ], ἡ, three times in acc. sg. ἶνα (elided ἶν') Il.5.245,7.269, Od.9.538, freq. in instr. ἶφι (q.v.), elsewh. only nom. sg.:—A strength, force, of persons,ἀλλ' ἄρα καὶ ἲς ἐσθλή Il.12.320
; ;ἤ μοι ἔτ' ἐστὶν ἴς, οἵη πάρος.. Od.21.283
, cf. 11.393, 18.3: freq. in periphr., ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο the strong Telemachus, 2.409;κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il.23.720
;ἲς Ἡρακλῆος Hes.Th. 951
; and in twofold periphr., ἲς βίης Ἡρακληείης ib. 332; also of things, ἲς ἀνέμου or ἀνέμοιο, Il.15.383, 17.739, Od.9.71;ἲς ποταμοῖο Il.21.356
; κράται' ἴς was read by Ptol.Asc.in Od.11.597; v. κρατύς. ( ϝῑ-, cf. γίς· ἰσχύς, Hsch., pr. n.ϝιφιάδας IG7.3172.70
, Lat. vis, vim; prob. cogn. with ἵεμαι but not with ἴς (A).)
См. также в других словарях:
δοράς — (doras). Γένος τελεόστεων ψαριών που ανήκει στην οικογένεια των σιλουριδών. Τα ψάρια αυτά ζουν στα γλυκά νερά της τροπικής Αμερικής και το μήκος τους φτάνει τα 30 35 εκ. Τα δόντια τους μοιάζουν με τρίχες βούρτσας, ο ουρανίσκος τους δεν διαθέτει… … Dictionary of Greek
Δοράς — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Τράπεζας, του Ιπτάμενου Ιχθύος, του Οκρίβαντος, του Γλυφείου, του Ωρολογίου του Δικτύου και του Ύδρου. Παλαιότερα ονομαζόταν Ξιφίας, ενώ η σημερινή του… … Dictionary of Greek
δορᾶς — δορά skin when taken off fem gen sg (attic doric aeolic) δορεύς flayer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοράς — δορά̱ς , δορά skin when taken off fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CETRA — Maurorum clypeus, qui ex tergore elephantorum, quorum apud illos vis ingens, plerumque eas faciebant. Plin. l. 11. c. 39. Elephantorum quoque e tergore Mauri impenetrabiles cetras habent. Et Strabo de Mauris, Οί δὲ πεζοὶ τὰς τῶ ἐλεφάντων δορᾶς ὡς … Hofmann J. Lexicon universale
TRACTIO — ignominiae poenaeque species. Idatius Fastis, Constantiô III. et Constante II. Consulibus: His Coss. victi Franci a Constante Aug. seu pacati. Tractus Hermogenes. De qua veluti re usitata loquitur Libanius, Orat. de sua Fortuna. Vide quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek
λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… … Dictionary of Greek
λουτρ — το 1. δέρμα λούτρας καθώς και γούνα φτιαγμένη από αυτό το ζώο 2. ύφασμα κατ απομίμηση δοράς τού ζώου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loutre «βίδρα»] … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek