Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δοράς

См. также в других словарях:

  • δοράς — (doras). Γένος τελεόστεων ψαριών που ανήκει στην οικογένεια των σιλουριδών. Τα ψάρια αυτά ζουν στα γλυκά νερά της τροπικής Αμερικής και το μήκος τους φτάνει τα 30 35 εκ. Τα δόντια τους μοιάζουν με τρίχες βούρτσας, ο ουρανίσκος τους δεν διαθέτει… …   Dictionary of Greek

  • Δοράς — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Τράπεζας, του Ιπτάμενου Ιχθύος, του Οκρίβαντος, του Γλυφείου, του Ωρολογίου του Δικτύου και του Ύδρου. Παλαιότερα ονομαζόταν Ξιφίας, ενώ η σημερινή του… …   Dictionary of Greek

  • δορᾶς — δορά skin when taken off fem gen sg (attic doric aeolic) δορεύς flayer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοράς — δορά̱ς , δορά skin when taken off fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CETRA — Maurorum clypeus, qui ex tergore elephantorum, quorum apud illos vis ingens, plerumque eas faciebant. Plin. l. 11. c. 39. Elephantorum quoque e tergore Mauri impenetrabiles cetras habent. Et Strabo de Mauris, Οί δὲ πεζοὶ τὰς τῶ ἐλεφάντων δορᾶς ὡς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRACTIO — ignominiae poenaeque species. Idatius Fastis, Constantiô III. et Constante II. Consulibus: His Coss. victi Franci a Constante Aug. seu pacati. Tractus Hermogenes. De qua veluti re usitata loquitur Libanius, Orat. de sua Fortuna. Vide quoque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… …   Dictionary of Greek

  • λουτρ — το 1. δέρμα λούτρας καθώς και γούνα φτιαγμένη από αυτό το ζώο 2. ύφασμα κατ απομίμηση δοράς τού ζώου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loutre «βίδρα»] …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»