Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δομαῖος

См. также в других словарях:

  • δομαίος — δομαῑος α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία 2. οἱ δομαῑοι (ενν. λίθοι) οι θεμέλιοι λίθοι …   Dictionary of Greek

  • δομαῖον — δομαῖος for building masc acc sg δομαῖος for building neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δομαίηι — δομαί̱ῃ , δομαῖος for building fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δομαίοις — δομαί̱οις , δομαῖος for building masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δομαίους — δομαί̱ους , δομαῖος for building masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»