Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δωμήτωρ

См. также в других словарях:

  • δωμήτωρ — δωμήτωρ, ο (AM) κτίστης μσν. φρ. «ὁ τῆς Ἐκκλησίας δωμήτωρ» ο Χριστός …   Dictionary of Greek

  • δωμήτωρ — builder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμήτορα — δωμήτωρ builder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμήτορας — δωμήτωρ builder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωμήτορι — δωμήτωρ builder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλινδωμήτωρ — παλινδωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δωμήτωρ «κτίστης» (< δωμῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»