См. также в других словарях:
δομαίος — δομαῑος α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία 2. οἱ δομαῑοι (ενν. λίθοι) οι θεμέλιοι λίθοι … Dictionary of Greek
δομαίος — δομαῑος α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία 2. οἱ δομαῑοι (ενν. λίθοι) οι θεμέλιοι λίθοι … Dictionary of Greek