-
1 Δολίχ'
Δολίχᾱͅ, Δολίχηfem dat sg (doric aeolic) -
2 Δόλιχ'
Δόλιχαι, Δολίχηfem nom /voc pl -
3 δολίχ'
δολιχά, δολιχόςlong: neut nom /voc /acc plδολιχά̱, δολιχόςlong: fem nom /voc /acc dualδολιχά̱, δολιχόςlong: fem nom /voc sg (doric aeolic)δολιχέ, δολιχόςlong: masc voc sgδολιχαί, δολιχόςlong: fem nom /voc pl -
4 δόλιχ'
δόλιχε, δόλιχοςthe long course: masc voc sg -
5 δολιχ-όσκιος
δολιχ-όσκιος, lang; von ὄσχος, entstanden aus δολιχόσχιος, oder von σκιά, so daß es eigentl. = langschattig wäre. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 3 (lückenhaft) Δολιχόσκιον· ἤτοι μακρὰν σκιὰν ἔχον, ἐξ οὗ τὸ μέγα δηλοῠται. Bei Homer oft δολιχόσκιον ἔγχος accusat. Versende: Iliad. 3, 346. 355. 5, 15. 280. 6, 44. 7, 213 244. 249. 11, 349. 13, 509. 17, 516. 20, 262. 273. 21, 139. 22, 273. 289. 23, 798. 884 Odyss. 19, 438. 22, 95. 24, 519. 522; δολιχόσκιον ἔγχος nominat. Versende Iliad. 5, 616. 16, 801; δολιχόσκιον ἔγχος accusat. mitten im Verse Iliad. 6, 126; μή τις Ἀχαιῶν | ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειεν | φασγάνῳ ἀίξας ἠὲ προπρηνέι τύψας Odyss. 22, 97. – Sp. Ep., οὐρή Opp. Cyn. 1, 410, ὀδμή Nonn. 11, 499.
-
6 δολιχ-αύχην
δολιχ-αύχην, ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.
-
7 δολιχ-εγχής
δολιχ-εγχής, ές, mit langer Lanze, Homer einmal, Iliad. 21, 155 Παίονας ἄνδρας δολιχεγχέας, vgl. Scholl. Herodian.
-
8 δολιχ-αίων
δολιχ-αίων, ονος, lange lebend; ϑεοί Empedocl. 79. 89.
-
9 δολιχ-ούατος
δολιχ-ούατος, langohrig, Opp. Cyn. 3, 186.
-
10 δολιχ-άορος
δολιχ-άορος, mit langem Schwerte; Ἀϑηναίη Philet. bei Schol. Il. 14, 385. 21, 179.
-
11 δολιχ-ήρετμος
δολιχ-ήρετμος, mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.
-
12 δολιχ-ήρης
δολιχ-ήρης, ες, lang gefügt, lang; ὀδόντες Nic. Th. 183; ἱστοί Opp. Hal. 1, 408; αἰγανέα 2, 497.
-
13 δολίχ-αυλος
δολίχ-αυλος, mit langer Röhre oder mit langem Schafte, langröhrig, langschaftig; Homer einmal, Odyss. 9, 156 αἰγανέας δολιχααλους. Apoll. Lex. Homer. 59, 33 δολιχαύλους μακρὸν τὸν αὐλὸν ἐχούσας. Der αὐλός ist entweder der Schaft des Speeres, oder die Röhre der metallenen Spitze, in welche der Schaft hineingesteckt wird, vgl. Scholl.
-
14 δολιχαίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχαίων
-
15 δολιχάορος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχάορος
-
16 δολίχαυλος
δολῐχ-αυλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολίχαυλος
-
17 δολιχαύχην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχαύχην
-
18 δολιχεγχής
δολῐχ-εγχής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχεγχής
-
19 δολιχεύω
A = δολιχοδρομέω, AP11.82 (Nicarch.): generally, δρόμον δ. go through a long course, Ph.1.331; δ. τὴν φύσιν prolong its existence, ib.9;δ. πολλοὺς πλοῦς Ael.Fr.71
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχεύω
-
20 δολιχήρετμος
A long-oared, of a ship, Od.4.499, etc.; of the Phaeacians, using long oars, 8.191;δ. Αἴγινα Pi.O.8.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχήρετμος
См. также в других словарях:
Δολίχ' — Δολίχᾱͅ , Δολίχη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολίχ' — δολιχά , δολιχός long neut nom/voc/acc pl δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc/acc dual δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc sg (doric aeolic) δολιχέ , δολιχός long masc voc sg δολιχαί , δολιχός long fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δόλιχ' — Δόλιχαι , Δολίχη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόλιχ' — δόλιχε , δόλιχος the long course masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινεγχής — κελαινεγχής, ές (Α) (ως επίθ. τού Αρη) αυτός που έχει δόρυ μαύρο από το αίμα, αυτός που έχει ματωμένο δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + εγχής < ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. δολιχ εγχής, κεραυν εγχής] … Dictionary of Greek
μεγαλαύχην — μεγαλαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. δολιχ αύχην, μακρ αύχην)] … Dictionary of Greek
μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] … Dictionary of Greek
μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] … Dictionary of Greek
οβριμόεις — ὀβριμόεις, εσσα, εν (Μ) όβριμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + κατάλ. όεις (πρβλ. δολιχ όεις)] … Dictionary of Greek