-
1 δολιχ-αύχην
δολιχ-αύχην, ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.
-
2 δολιχαύχην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχαύχην
-
3 δολιχαύχην
δολιχ-αύχην, ενος, langhalsig -
4 δολιχαυχην
-
5 δολιχόσκιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχόσκιος
См. также в других словарях:
μεγαλαύχην — μεγαλαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αὐχήν (πρβλ. δολιχ αύχην, μακρ αύχην)] … Dictionary of Greek