-
1 δολιχ-εγχής
δολιχ-εγχής, ές, mit langer Lanze, Homer einmal, Iliad. 21, 155 Παίονας ἄνδρας δολιχεγχέας, vgl. Scholl. Herodian.
-
2 δολιχεγχής
δολῐχ-εγχής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχεγχής
-
3 δολιχεγχής
δολιχ - εγχής, έος ( ἔγχος): armed with long spears, Il. 21.155†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δολιχεγχής
-
4 δολιχεγχής
δολιχ-εγχής, ές, mit langer Lanze -
5 δολιχεγχης
См. также в других словарях:
κελαινεγχής — κελαινεγχής, ές (Α) (ως επίθ. τού Αρη) αυτός που έχει δόρυ μαύρο από το αίμα, αυτός που έχει ματωμένο δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + εγχής < ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. δολιχ εγχής, κεραυν εγχής] … Dictionary of Greek
μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] … Dictionary of Greek