-
1 δοκιμαστικος
-
2 δοκιμαστικός
δοκιμαστικός, = δοκιμαστήριος, Suid. – Adv. bei Stob.
-
3 δοκιμαστικός
δοκιμαστικόςof: masc nom sg -
4 δοκιμαστικός
η, ό[ν] испытательный, пробный; опытный, экспериментальный;δοκιμαστικός χάρτης — лакмусовая бумага
-
5 δοκιμαστικός
[докимастикос]εκ. испытательный, пробный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δοκιμαστικός
-
6 δοκιμαστικός
[докимастикос] επ испытательный, пробный. -
7 δοκιμαστικός
A of or for scrutiny,δύναμις Arr.Epict.1.1.1
, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v. l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. - κῶς approvingly,διακεῖσθαι Stoic.3.160
.II -κόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοκιμαστικός
-
8 δοκιμαστικός
1) experimental2) trialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δοκιμαστικός
-
9 δια-δοκιμαστικός
δια-δοκιμαστικός, ή, όν, zum Prüfen u. Unterscheiden geschickt.
-
10 δοκιμαστικά
δοκιμαστικόςof: neut nom /voc /acc plδοκιμαστικά̱, δοκιμαστικόςof: fem nom /voc /acc dualδοκιμαστικά̱, δοκιμαστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 δοκιμαστικόν
δοκιμαστικόςof: masc acc sgδοκιμαστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
12 δοκιμαστική
δοκιμαστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 δοκιμαστικήν
δοκιμαστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 опытный
опытный 1) (знающий) έμπειρος, πεπειραμένος 2) (экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός* * *1) ( знающий) έμπειρος, πεπειραμένος2) ( экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός -
15 δια-τῑμητικός
δια-τῑμητικός, ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός, Suid.
-
16 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
17 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
18 крашение
ο χρωματισμός, το βάψιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крашение
-
19 опытный
1. (имеющий практику в каком-л. деле) πεπειραμένος 2 (обладающий опытом, знаниями, навыками) έμπειρος 3. (предназначенный для ведения опытов) πειραματικός, δοκιμαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опытный
-
20 пробирка
ο γυάλινος (δοκιμαστικός) σωλήνας, το σωληνάριοградуированная - με κλίμακα μέτρησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробирка
См. также в других словарях:
δοκιμαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικός — ή, ό (AM δοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται ή χρησιμοποιείται για δοκιμή: Θα θέσουμε σε δοκιμαστική λειτουργία το μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμαστικός σωλήνας — Σωλήνας, συνήθως γυάλινος, που είναι κλειστός από το ένα άκρο και χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για πειράματα με μικρές ποσότητες ουσιών … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός χάρτης — Λωρίδες από πορώδη χάρτη που έχουν βυθιστεί σε φυτικές χρωστικές ύλες και χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την ανίχνευση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας μιας χημικής ουσίας. Οι πιο συνηθισμένοι δ.χ. είναι ο ηλιοτροπικός, που έχει βυθιστεί σε… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικά — δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc pl δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc/acc dual δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικόν — δοκιμαστικός of masc acc sg δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικοῦ — δοκιμαστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστική — δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικήν — δοκιμαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικῶς — δοκιμαστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)