Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δια-τῑμητικός

См. также в других словарях:

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»