-
1 δια-τῑμητικός
δια-τῑμητικός, ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός, Suid.
-
2 τιμητικός
A estimating:2 ἀνὴρ τ., = Lat. vir censorius, one who has been censor ([etym.] τιμητής), Plu.TG4; τ. οἶκοι, τ. ὑπομνήματα, D.H. 1.74; ἡ τ. ἀρχή, = τιμητεία, Plu.Aem.38; ἄρχοντα τὸν διὰ πέντε ἐτῶν τιμητικὸν (sc. ἀγῶνα)Ἀφροδίτης IG14.745
([place name] Naples).II doing honour to, τινων Plu.2.120a;πρὸς Ῥωμαίους τὸ -κὸν τηρῶν J.AJ19.8.1
: cf. τιμικόν. Adv.-κῶς, χρῆσθαί τινι Ph.1.613
, cf. 273 (but, in the manner befitting an assessor, OGI565.20 ([place name] Oenoanda)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμητικός
-
3 διατῑμητικός
δια-τῑμητικός, ή, όν, abschätzend, = δοκιμαστικός
См. также в других словарях:
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… … Dictionary of Greek