-
21 пробный
(предназначенный для проверки, испытания) δοκιμαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробный
-
22 проверочный
ελεγκτικός, (испытательный) δοκιμαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проверочный
-
23 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
24 условный
1. (установленный по условию между кем-л.) συμ(πε)φωνημένοςσυνθηματικός2. (оговоренный каким-л. условием, имеющий силу только при наличии какого-л. условия) με όρο Заявляющийся условностью, относительный) σχετικός 4. (не существующий в действительности в том виде, как это дано где-л.) υποθετικός 5. (произвольный) αυθαίρετος 6. (временный, предварительный) δοκιμαστικόςπροσωρινός7. иск. συμβολικός 8 грам. υποθετικ/ός 9. (принятый за основу при вычислении) τυπικός 10. мед. (рефлекс) το εξαρτημένο αντανακλαστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условный
-
25 испытательный
испыт||а́тельныйприл δοκιμαστικός, τής δοκιμής, τής δοκιμασίας:\испытательный срок περίοδος δοκιμασίας· \испытательный полет ἡ δοκιμαστική πτήση. -
26 пробирка
пробиркаж δοκιμαστικός σωλήν [-ας]. -
27 пробный
пробныйприл δοκιμαστικός:\пробный полет ἡ δοκιμαστική πτήση· ◊ \пробный камень ἡ λυδία λίθος, ἡ ἀσημόπετρα. -
28 χάρτης
ο1) бумага;χάρτης επιστολικός — почтовая бумага;
χάρτης δημοσιογραφίκός — бумага для газет и журналов;
χάρτης απορροφητικός — промокательная бумага;
σφραγιστός χάρτης — гербовая бумага;
χάρτης κηρωτός — пергамент;
χάρτης δοκιμαστικός — лакмусовая бумажка;
χάρτης φωτογραφικός — фотобумага;
χάρτης (συμ)πεπιεσμένος — папье-маше;
εργοστάσιο χάρτου — бумажная фабрика;
βιομηχανία χάρτου — бумажная промышленность;
2) карта (географическая и т. п.);3) хартия;συνταγματικός χάρτης — конституция;
καταστατικός χάρτης — а) конституция; — б) устав
-
29 δοκιμαστικού
-
30 δοκιμαστικοῦ
-
31 δοκιμαστικώ
-
32 δοκιμαστικῷ
-
33 δοκιμαστικώς
-
34 δοκιμαστικῶς
-
35 probationary
adjective δοκιμαστικός -
36 tentative
['tentətiv]1) (not final or complete; not definite: We have made a tentative arrangement.) δοκιμαστικός, προσωρινός2) (uncertain or hesitating: a tentative movement.) διστακτικός, επιφυλακτικός•- tentativeness -
37 test-tube
noun (a glass tube closed at one end, used in chemical tests or experiments.) δοκιμαστικός σωλήνας -
38 испытательный
[ισπυτάτιλ'νυϊ] επ. δοκιμαστικός -
39 испытательный
[ισπυτάτιλ'νυϊ] επ. δοκιμαστικός -
40 пробирка
[πραμπίρκα] ουσ. θ. δοκιμαστικός σωλήνας
См. также в других словарях:
δοκιμαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικός — ή, ό (AM δοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμή («δοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται ή χρησιμοποιείται για δοκιμή: Θα θέσουμε σε δοκιμαστική λειτουργία το μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμαστικός σωλήνας — Σωλήνας, συνήθως γυάλινος, που είναι κλειστός από το ένα άκρο και χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για πειράματα με μικρές ποσότητες ουσιών … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός χάρτης — Λωρίδες από πορώδη χάρτη που έχουν βυθιστεί σε φυτικές χρωστικές ύλες και χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την ανίχνευση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας μιας χημικής ουσίας. Οι πιο συνηθισμένοι δ.χ. είναι ο ηλιοτροπικός, που έχει βυθιστεί σε… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικά — δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc pl δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc/acc dual δοκιμαστικά̱ , δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικόν — δοκιμαστικός of masc acc sg δοκιμαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικοῦ — δοκιμαστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστική — δοκιμαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικήν — δοκιμαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμαστικῶς — δοκιμαστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)