-
1 πειραματικός
η, ό[ν] экспериментальный, опытный;φυσική πειραματική — экспериментальная физика
-
2 πειραματικός
[пираматикос] εκ. опытный, экспериментальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πειραματικός
-
3 πειραματικός
[пираматикос] επ опытный, экспериментальный. -
4 πειραματικός
deneysel, deney -
5 πειραματικός
experimentalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πειραματικός
-
6 подопытный
πειραματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подопытный
-
7 экспериментальный
πειραματικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспериментальный
-
8 deneysel
πειραματικός, πρακτικός -
9 опытный
опытный 1) (знающий) έμπειρος, πεπειραμένος 2) (экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός* * *1) ( знающий) έμπειρος, πεπειραμένος2) ( экспериментальный) πειραματικός, δοκιμαστικός -
10 экспериментальный
-
11 опытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. πεπειραμένος, έμπειρος•опытный учитель πεπειραμένος δάσκαλος.
2. πειραματικός•опытный участок ο πειραματικός κήπος.
|| δοκιμαστικός•опытный полт δοκιμαστική πτήση.
-
12 опытный
1. (имеющий практику в каком-л. деле) πεπειραμένος 2 (обладающий опытом, знаниями, навыками) έμπειρος 3. (предназначенный для ведения опытов) πειραματικός, δοκιμαστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опытный
-
13 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
14 реактор
ο αντιδραστήραςатомный - ατομικός/πυρηνικός -биологический - о βιοαντιδραστήρας, το δοχείο πολλαπλασιασμούэлектрический - το επαγωγικό πηνίο, η άεργος αντίστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реактор
-
15 опытный
опыт||ныйприл1. (о человеке) Εμπειρος, πεπειραμένος:\опытныйный врач ὁ πεπειραμένος γιατρός·2. (служащий для производства опытов) πειραματικός:\опытныйная установка ἡ πειραματική ἐγκατάστασις, ἡ πειραματική συσκευή· \опытныйная лаборатория τό πειραματικό ἐργαστήριο· \опытныйное по́ле τό πειραματικό χωράφι. -
16 подопытный
подо́пытн||ыйприл πειραματικός:\подопытныйое животное τό πειραματόζωο. -
17 экспериментальный
эксперимент||альныйприл πειραματικός. -
18 experimental
[-'mentl]adjective (of, or used for an experiment: experimental teaching methods.) πειραματικός -
19 pilot
1. noun1) (a person who flies an aeroplane: The pilot and crew were all killed in the air crash.) πιλότος2) (a person who directs a ship in and out of a harbour, river, or coastal waters.) πληγός2. adjective(experimental: a pilot scheme (= one done on a small scale, eg to solve certain problems before a larger, more expensive project is started).) πειραματικός, πιλοτικός3. verb(to guide as a pilot: He piloted the ship/plane.) πληγώ,πιλοτάρω -
20 экспериментальный
[εκσπιριμιντάλ'νυϊ] εκ. πειραματικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πειραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα, αυτός που γίνεται ή ενεργεί με πειράματα, δοκιμαστικός 2. φρ. α) «πειραματικές επιστήμες» οι επιστήμες που χρησιμοποιούν κυρίως το πείραμα για να αποδείξουν τις υποθέσεις ή τους νόμους τους ή για … Dictionary of Greek
πειραματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πείραμα, αυτός που γίνεται με πείραμα: Πειραματική απόδειξη, πειραματικές επιστήμες. 2. αυτός που γίνεται δοκιμαστικά: Πειραματικά σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
ογκολογία — η θεωρητικός και πειραματικός κλάδος τής ιατρικής που χρησιμοποιεί ένα ευρύ φάσμα μεθόδων με στόχο τη διάγνωση, τη μελέτη και την αντιμετώπιση τών όγκων (α. «παθολογική ογκολογία» β. «χειρουργική ογκολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
συφιλισμός — ο, Ν [συφιλίζω] ιατρ. πειραματικός εμβολιασμός τού οργανισμού υγιούς ατόμου ή πειραματόζωου με συφιλιδικό ιό … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek