-
1 προς-άλληλος
προς-άλληλος, gegen einander, Theophr., zw.
-
2 παρ-άλληλος
παρ-άλληλος, neben einander stehend, liegend, bes. gleichlaufend, von Linien; außer dem acc. plur., der in den älteren Schriftstellern richtiger παρ' ἀλλήλους, παρ' ἄλληλα geschrieben wird, erst bei Sp.; οἰκίαι παράλληλοι τῷ ποταμῷ, Pol. 7, 6, 6; προεβάλλοντο στοὰν παράλληλον τῷ τείχει, 22, 11, 6; auch c. gen., 9, 21, 10; βίον παρ. γράφειν, von Plutarch, Agath. 36 ( Plan. 331); – ἐκ παραλλήλου, sich entsprechend, Gramm. – Auch adv., Arist. mund. 7, Schol.
-
3 παντο-κατ-άλληλος
παντο-κατ-άλληλος, ganz einander entsprechend, Sp.
-
4 φιλ-άλληλος
φιλ-άλληλος, einander liebend; ἀγάπησις Plut. sol. an. 29; Alciphr. u. a. Sp.; von Vögeln Babr 124, 9.
-
5 κατ-επ-άλληλος
κατ-επ-άλληλος, = ἐπάλληλος, Schol. Ap. Rh. 3, 1018, l. d.
-
6 κατ-άλληλος
κατ-άλληλος, gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so λόγος κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.
-
7 δι-άλληλος
δι-άλληλος, τρόπος, der Cirkel im Schluß, oft Sext. Emp.; vgl. B. A. 535. 27.
-
8 μῑσ-άλληλος
μῑσ-άλληλος, einander gegenseitig hassend, καὶ ἀσυνάλλακτος βίος, D. Hal. 5, 66.
-
9 ἀ-φιλ-άλληλος
ἀ-φιλ-άλληλος, sich einander nicht liebend?
-
10 ἀ-κατ-άλληλος
ἀ-κατ-άλληλος, nicht zusammen passend, Arist. mund. 6; ungehörig, inconcinn, Gramm. Ebenso adv.
-
11 ἀλλ-επ-άλληλος
ἀλλ-επ-άλληλος, Eins auf's Andere gehäuft, Paus. 9, 39, 4; bes. Gramm., B. A. 1192.
-
12 ἐπ-άλληλος
ἐπ-άλληλος, auch fem. ἐπαλλήλη, D. Sic. 3, 53; einer auf den andern, dicht auf einander, dicht gedrängt; φάλαγξ Pol. 2, 69, 9; τάξεις 11, 11, 7 u. Sp.; χιὼν πυκνὴ καὶ ἐπ. Alciphr. 1, 23; ἡδοναί Hdn. 1, 13, 15 u. öfter; βοή, anhaltendes Geschrei, 2, 7, 6. – Bei Soph. Ant. 57 hat Hermann μόρον κοινὸν κατειργάσαντ' ἐπαλλήλοιν χεροῖν für ἐπ' ἀλλ. emend., wechselseitig morden.
-
13 ὑπ-άλληλος
ὑπ-άλληλος, einander untergeordnet, Arist. metaph. 4, 10.
-
14 διαλληλος
-
15 επαλληλος
2 и 31) следующий непосредственно за другим, тесно примыкающий(φάλαγξ Polyb.; πόλεμοι Plut.)
2) взаимныйμόρον κοινὸν κατειργάσαντο ἐπαλλήλοιν (v. l. ἐπ΄ ἀλλήλοιν) χεροῖν Soph. — (Этеокл и Полиник) убили друг друга
-
16 παραλληλος
2проходящий вдоль, идущий рядом, параллельныйαἱ παράλληλοι (sc. γραμμαί) Arst. — параллельные линии;παράλληλοι κύκλοι Diog.L. — параллельные круги, т.е. климатические пояса;οἱ βίοι οἱ παράλληλοι Plut. — параллельные жизнеописания;ἐκ παραλλήλου Plut. — параллельно, в сопоставлении -
17 υπαλληλος
-
18 φιλαλληλος
-
19 κατεπάλληλος
κατεπ-άλληλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεπάλληλος
-
20 μισάλληλος
μῑσ-άλληλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισάλληλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μισάλληλος — μισάλληλος, ον (Α) αυτός που μισεί κάποιον και ταυτόχρονα μισείται από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + άλληλος(< ἀλλήλων*), πρβλ. παρ άλληλος, υπ άλληλος] … Dictionary of Greek
προσάλληλος — ον, Α 1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου 2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.) 3. αμοιβαίος 4. σχετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ άλληλος, παρ άλληλος] … Dictionary of Greek
φεράλληλος — ον, Α (για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδος) αυτός που συνδέεται αμοιβαία με τον άλλο. επίρρ... φεραλλήλως Μ με αμοιβαίο δεσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + άλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων*), πρβλ.… … Dictionary of Greek
συνάλληλος — η, ο, Ν (λογ.) (για έννοιες) αυτές που υπάγονται μαζί και άμεσα σε άλλη ανώτερη, υπερκείμενη έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. κατ άλληλος] … Dictionary of Greek
αλλήλως — επίρρ. (Μ ἀλλήλως) 1. αμοιβαία, μεταξύ τους, με τρόπο που να υπάρχει θετική ή αρνητική σχέση τού ενός προσώπου με το άλλο ή τα άλλα, με τρόπο που να δημιουργείται ανταλλαγή αισθημάτων, υποχρεώσεων κ.λπ. από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. μόνοι τους,… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
φιλάλληλος — η, ο, Ν αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπὸ του, αλτρουιστής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάλληλον η φιλαλληλία. επίρρ... φιλαλλήλως Μ με φιλαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. φίλος ἀλλήλοις (πρβλ. ὑπ άλληλος)] … Dictionary of Greek