-
1 κατ-άλληλος
κατ-άλληλος, gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so λόγος κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.
-
2 παντο-κατ-άλληλος
παντο-κατ-άλληλος, ganz einander entsprechend, Sp.
-
3 ἀ-κατ-άλληλος
ἀ-κατ-άλληλος, nicht zusammen passend, Arist. mund. 6; ungehörig, inconcinn, Gramm. Ebenso adv.
-
4 κατ-επ-άλληλος
κατ-επ-άλληλος, = ἐπάλληλος, Schol. Ap. Rh. 3, 1018, l. d.
-
5 κατάλληλος
κατ-άλληλος, gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen; κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, als darauf folgend, sich daraus ergebend -
6 ἀκατάλληλος
ἀ-κατ-άλληλος, nicht zusammen passend; ungehörig, inkonzinn, Gramm -
7 παντοκατάλληλος
См. также в других словарях:
προσάλληλος — ον, Α 1. ο ένας μαζί με τον άλλο ή ο ένας εναντίον τού άλλου 2. αρμόδιος ή πρόσφορος («προσάλληλος καρπὸς τόπῳ», Θεόφρ.) 3. αμοιβαίος 4. σχετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + άλληλος (< ἀλλήλων*), πρβλ. κατ άλληλος, παρ άλληλος] … Dictionary of Greek
συνάλληλος — η, ο, Ν (λογ.) (για έννοιες) αυτές που υπάγονται μαζί και άμεσα σε άλλη ανώτερη, υπερκείμενη έννοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλληλος (< θ. τής αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. κατ άλληλος] … Dictionary of Greek
παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι … Dictionary of Greek