-
1 καταλληλα
adv.1) одновременно(κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων φιλίας, Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.)
2) последовательно(αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.)
-
2 κατάλληλα
εηίρρ. как подобает, как следует; правильно, соответствующим образом -
3 κατάλληλα
κατάλληλοςset over against one another: neut nom /voc /acc pl -
4 κατάλληλα
1) appropriately2) suitablyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατάλληλα
-
5 κατάλληλος
κατάλληλ-ος, ον,A set over against one another, correspondent, , cf. Thphr.CP6.9.2; φύσει ἅμα κατάλληλα τελειοῦται· διὸ καὶ ἀκούει τε ἅμα καὶ φωνεῖ [ τὰ παιδία] Arist.Pr. 902a11;γλῶσσα κ. τῷ στόματι Artem.1.32
, cf. Str.2.1.29; κ. κεῖσθαι to be parallel, of lines, S.E.M.3.100; τὰ κ. the corresponding states, Id.P.1.238;κ. λόγος D.H.Th.37
; τὸ κ. τῆς διανοίας ib.31; φαντασίαι δόγμασι κ. M.Ant.7.2;τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D.C. 71.1
.2 appropriate,κ. καὶ κατὰ φύσιν Arr.Epict.1.9.9
, cf. Zos.4.53;πρὸς ὑγίειαν M.Ant.5.8
. Adv. -λως, κ. λέγεσθαι prob. f.l. for κατ' ἀλλήλων, Arist.Metaph. 1041a33, cf. Stoic.3.42;κ. τῇ φύσει Arr. Epict.1.22.9
.3 Gramm., rightly constructed, congruent, A.D. Synt.4.3, al.; also, well-arranged, in good order, of the text of Aristotle, Alex.Aphr.in Metaph.172.13 ([comp] Comp.). Adv. [comp] Comp. - ότερον ib. 37.20.II one after another, in succession, neut. pl. κατάλληλα, as Adv., Plb.3.5.6, 5.31.5; in a row, ἑπτὰ κεφαλὰς κ. J.AJ3.6.7; ληφθέντα κατάλληλα taken in corresponding order, Euc.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλληλος
-
6 κατ-άλληλος
κατ-άλληλος, gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen, VLL. ἁρμόζων; so λόγος κατ. D. Hal. iud. de Thuc. 36; a. Sp., τοῖς στρατιωτικοῖς ἔργοις καταλληλότερος D. Cass. 71, 1; – κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, Pol. 3, 5, 6, als darauf folgend, sich daraus ergebend, τὰς κατάλληλα γενομένας πράξεις Pol. 5, 31, 5; – auch καταλλήλως, z. B. τὰ μὴ καταλλήλως λεγόμενα Arist. Metaphys. 6, 17; τῇ φύσει Arr. Epict. 1, 22, 9.
-
7 διαλέγω
(αόρ. (ε)διάλεξα) μετ.1) выбирать, отбирать;τα κατάλληλα πρόσωπα — подбирать людей;2) разбирать, сортировать -
8 καταλλήλως
см. κατάλληλα -
9 κατάλληλος
κατ-άλληλος, gegen einander, bes. einander entsprechend, angemessen; κατάλληλα, adverbial, sowohl zu derselben Zeit, als darauf folgend, sich daraus ergebend
См. также в других словарях:
κατάλληλα — επίρρ. βλ. κατάλληλος … Dictionary of Greek
κατάλληλα — κατάλληλος set over against one another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek