-
1 ἀπο-θνήσκω
ἀπο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), absterben, sterben, von Hom. an, Il. 22, 432 Od. 11, 424. 12, 393. 21, 38, überall; in Prosa, bes. im fut. u. aor., häufiger als das simplex.; ὑπὸ λιμοῦ u. λιμῷ, Plat. Conv. 191 a Men. 91 e; ἐκ τῶν τραυμάτων Her. 2, 63; bes. oft getödtet werden, ὑπὸ τοῦ παιδός 1, 137; bes. im Kriege, Plat. Menex. 234 b; ὑπό τινος Epist. I, 309 e u. sonst; zum Tode verurtheilt u. hingerichtet werden, Apel. 29 e u. öfter; Xen. Cyr. 3, 1, 12 Hell. 2, 3, 12 u. öfter; οἱ ἀποτεϑνεῶτες, die Todten; – ἀποϑανετέον, man muß sterben, Arist. eth. Nic. 3, 1.
-
2 προ-απο-θνήσκω
προ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), vorher sterben; Plat. Conv. 208 d; ἀπὸ τοῦ φόβου, Xen. Cyr. 3, 1, 25; τῆς γηραιοῠ τελευτῆς, vor dem Ende im hohen Alter, Antiph. 4 α 2, Folgde, wie Pol. 3, 12, 4; Plut. u. A.
-
3 προς-απο-θνήσκω
προς-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), noch dazu sterben, mitsterben, D. Cass. 53, 9.
-
4 συν-απο-θνήσκω
συν-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), mit od. zugleich sterben, τινί, Her. 3, 16. 5, 47. 7, 222; ὡς τοῠ ἀποϑανόντος οὐ συναποϑνήσκει ἡ ψυχή, Plat. Phaed. 88 d; Xen. u. Sp., wie z. B. Plut. animi an corp. 2.
-
5 δι-απο-θνήσκω
δι-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), sterben, Pol. 16, 31.
-
6 ἀντ-απο-θνήσκω
ἀντ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), dagegen, zur Vergeltungsterben, τὸν ἀποκτείναντα ἀνταποϑανεῖν Antiph. 5, 10.
-
7 ἐπ-απο-θνήσκω
ἐπ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), dabei, hernach sterben, ἐπαποϑανεῖν τετελευτηκότι, nach dem Gestorbenen sterben, Plat. Conv. 180 a 208 d; Ath. XIII, 602 d; absolut, nachher sterben, Plut. Aem. P. 35; τῇ νίκῃ, beim Siege, Philostr.
-
8 ἐν-απο-θνήσκω
ἐν-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), sterben in; ἐν τῇ νήσῳ Thuc. 3, 104; αὐτοῠ 2, 52; Folgde, wie Pol. 18, 24, 9; ταῖς βασάνοις, auf der Folter, Ath. XIII, 596 f; so ἀγῶνι, πληγαῖς.
-
9 ὑπερ-απο-θνήσκω
ὑπερ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), für Jem. sterben, τινός, Plat. Conv. 179 b 208 d.
-
10 ἐξ-απο-θνήσκω
ἐξ-απο-θνήσκω, = ἀποϑνήσκω, Ar. Av. 1656.
-
11 θνῄσκω
θνῄσκω / ἀπο|θνήσκω умирать, погибать ἀπο|θνήσκω, ἀπο|θανοῦμαι, ἀπ|έθανον, τέθνηκα -
12 θνῄσκω
=ἀπο—θνῄσκω -
13 ἀποθνῄσκω
θνῄσκω / ἀπο|θνῄσκω умирать, погибать ἀπο|θνήσκω, ἀπο|θανοῦμαι, ἀπ|έθανον, τέθνηκα -
14 ἀποθνήσκω
ἀπο-θνήσκω, perf. part. ἀποτεθνηώς, plup. ἀποτέθνασαν: die; perf., be dead.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποθνήσκω
-
15 ἀποθνήσκω
ἀπο-θνήσκω, absterben, sterben; bes. oft: getötet werden; bes. im Kriege; zum Tode verurteilt u. hingerichtet werden -
16 θάνατος
Grammatical information: m.Meaning: `death' (Il.).Compounds: Compp., e. g. ἀ-θάνατος `immortal' (Il.), θανατη-φόρος `death-bringing' (A. ; - η- rhythmic and analog. conditioned, Schwyzer 438f.).Derivatives: Adj.: θανάσιμος `bringing death, going to die' (IA; on the formation Arbenz Die Adj. auf - ιμος 17 and 70f.; rarely θανατήσιμος, Arbenz 78f.); also θανατώδης (Hp.), θανατόεις (S., E.), θανατήσιος (Afric.; after βιοτήσιος, βροτήσιος), θανατικός (D. S., Plu.), θανατηρός (Eust.); θανατούσια (sc. ἱερά) pl. `feast for the dead' (Luc.; after γερούσιος). Denomin. verbs: 1. θανατόω `kill, bring to death, sentence to death' (IA) with θανάτωσις; 2. θανατάω `like to die', also `be dying' (Pl.); 3. θανατιάω `id.' (Luc.). - The old perfect τέθνηκα `am dead', pl. τέθνᾰμεν, ptc. τεθνηώς, τεθνεώς, Aeol. inf. τεθνά̄κην, with the thematic root aorist ἔθανον `I died' (Il.), the fut. θανοῦμαι (Il.) and an added present θνηισκω (inscr.), θνήσκω (mss.), Aeol. θναισκω (Hdn. Gr. 2, 79); in prose mostly ἀπο-θνῄσκω; also with other prefixes, e. g. κατα-θνῄσκω, - θανεῖν, - τέθνηκα (all Il.); on the function of the prefix Schwyzer-Debrunner 268f., Hermann Gött. Nachr. 1943, 617f. Verbal adj. θνητός `mortal' (Il.). - From there θνήσιμος (only Arg. to S. OT 7) with θνησιμαῖον `cadaver' (LXX; Chantraine Formation 49, Mélanges Maspéro 221); in the same meaning also θνᾱσίδιον, θνησ(ε)ίδιον (Lesbos, Ael.; Schwyzer 270). Verbalsubst. θνῆσις `dying, mortality' (medic.); on εὑθνήσιμος `preparing a soft death' (A. Ag. 1294) from εὖ θνῄσκειν; cf. εὑθάνατος, - τέω, - σία; diff., hardly correct, Arbenz 78 u. 84.Etymology: The form θαν- ( εῖν) and θάνα-(τος) θνᾱ-(τός) point to a form *dhnh₂-, *dhnh₂-e- beside *dhnh₂- before consonant. The comparison with Skt. aorist á-dhvanī-t `he disappeared' and the ptc. dhvān-tá- `dark' led to the reconstruction IE dhu̯enǝ-; the meaning `die' stems from a euphemism, cf. Chantraine Sprache 1, 146. See Pok. 266. But the -u̯- is not quite certain.Page in Frisk: 1,652-653Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάνατος
-
17 διαποθνήσκω
δι-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), sterben -
18 αποθνησκω
(fut. ἀποθᾰνοῦμαι - ион. ἀποθανέομαι и ἀποθανεῦμαι) умирать, погибать(περὴ φασγάνῳ Hom.; ἐκ τῶν τραυμάτων Her.; νόσῳ, ὑπὸ λιμοῦ Thuc., Plat. и λιμῷ Plat.; φαρμάκοις Plut.)
στρατηγοῦ θάνατον ἀ. Plut. — умереть смертью полководца -
19 ἀνταποθνήσκω
ἀντ-απο-θνήσκω, dagegen, zur Vergeltung sterben -
20 ἐναποθνήσκω
ἐν-απο-θνήσκω, sterben in; ταῖς βασάνοις, auf der Folter
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
αποθνήσκω — (AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω) 1. πεθαίνω 2. σκοτώνομαι 3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ») αρχ. 1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ τα γέλια 2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» πεθαίνω από τον φόβο μου.… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
αμφιθνήσκω — ἀμφιθνήσκω (Α) [θνῄσκω] (για τη σάρκα) απονεκρώνομαι γύρω από τραύμα 2. νεκρώνομαι, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θνῄσκω] … Dictionary of Greek
Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi … Deutsch Wikipedia
Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia