-
1 ἀντ-απο-θνήσκω
ἀντ-απο-θνήσκω (s. ϑνήσκω), dagegen, zur Vergeltungsterben, τὸν ἀποκτείναντα ἀνταποϑανεῖν Antiph. 5, 10.
-
2 ἀνταποθνήσκω
ἀντ-απο-θνήσκω, dagegen, zur Vergeltung sterben
См. также в других словарях:
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek