-
21 ἐπ-αν-ίπταμαι
ἐπ-αν-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), auffliegen, Man. 5, 220.
-
22 ἐφ-ίπταμαι
ἐφ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), hinan-, darauflosfliegen; εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160; πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλους Mosch. 1, 16; in später Prosa, ὥστε μηδὲν ὄρνεον ἐφίπτασϑαι σαρκοφάγον Plut. Cleom. 39.
-
23 ἐξ-ίπταμαι
ἐξ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), ausfliegen, ἐξίπτανται οἱ νεοσσοί Schol. Ar. Av. 769; Ath. IX, 389 b; – aor. ἐξέπτατ' οἴκων Eur. El. 944; s. übrigens ἐκπέταμαι.
-
24 ὑπερ-ίπταμαι
ὑπερ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), = ὑπερπέτομαι, oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. ὑπερπέτομαι.
-
25 συμ-παρ-ίπταμαι
συμ-παρ-ίπταμαι, mit daneben fliegen, Luc. D. D. 20, 6.
-
26 ἀμφ-ίπταμαι
ἀμφ-ίπταμαι, herumfliegen, Hesych.
-
27 ἀν-ίπταμαι
ἀν-ίπταμαι, Sp., = ἀνα-πέτομαι.
-
28 διίπταμαι
δι-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), durchfliegen; von der Zeit: schnell vorübergehen; u. so öfter von einer schnellen Bewegung -
29 πέτομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to fly' (Il.).Other forms: Aor. πτάσθαι, πτέσθαι (all Il.); to this pres. πέταμαι (poet. since Sapph., Arist.) with aor. πετασθῆναι (Arist., LXX), ἴπταμαι (late; s. v.); aor. act. πτῆναι, ptc. πτάς etc. (poet. Hes., also hell. prose); fut. πτήσομαι (IA.), πετήσομαι (Ar.), perf. κατ-έπτηκα (Men.).Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, ὑπερ-. Compounds: a. - πέτης, Dor. - πέτας m.., e.g. ὑψι-πέτης, - ας m. `flying high' (Hom., Pi.), enlarged - ήεις (Hom.); b. - πετής, e.g. ὑπερπετ-ής `flying over' (hell.); c. ἐκπετ-ήσιμος `ready to fly' (Ar. a.o.; hypothesis on the formation in Arbenz 60); d. ἀερσι-πότης and - πότη-τος `flying high' (Hes., AP, Norm.); in spite of Fraenkel Nom. ag. 2, 95 rather to ποτάομαι as from ποτή.Derivatives: 1. ποτή f. `flying, flight' (ε 337, h. Merc. 544 [v. l. πτερύγεσσι]); 2. πτῆσις f. `id.' (A., Arist.) with πτήσιμος (Jul.; Arbenz 61); πτῆμα n. `id.' (Suid.). 3. Adj. w. νο-suffix: a. πτηνός, Dor. πτᾱνός `winged, fledged' (Pi., trag., Pl.); b. πετεινός, - ηνός `id.' (Thgn.; Πετήνη Att. shipsname [inscr.]), hardly from *πέτος (cf. Chantraine Form. 196, Benveniste Origines 14), but rather direct from πέτομαι after φαεινός, ὀρεινός a.o.; πετηνός after πτηνός?; c. πετε-ηνός, - εινός `id.' (Il.), w. diektasis (Risch $ 35 d); d. ποτᾱνός `id.' (Pi., Epich., trag. in lyr.; - ηνός ep. poetry in Pl. Phdr. 252 b), prob. rather after ποτάομαι as with Detschew KZ 63, 228 from the rare ποτή. -- 4. Deverbat.: ποτάομαι, - έομαι, also w. ἀμφι-, περι-, ἐκ- a.o., `to fly, to flap' (Il.); πωτάομαι, also w. ἐκ-, ἐπι-, ὑπερ-, `id.' (Μ 287, h. Ap. 442 a.o.; cf. Schwyzer 719 n. 3); to this πωτήεις `flapping' (Nonn.), also πωτήματα pl. `flight' (A. Eu. 250; usu. with Dindorf corrected in ποτ-). -- On πτερόν, πτέρυξ s. vv.Etymology: Beside the thematic πέτ-ο-μαι, πτ-έ-σθαι stands the athematic zero grade root-aorist πτά-σθαι, ἔ-πτα-το, πτά-μενος wie φθά-μενος ( φθί-μενος, φθί-σθαι, ἔ-φθι-το). The corresponding full grade in πτῆ-ναι, ἔ-πτᾱ-ν, πτή-σομαι can be old (s. however below). More doubtful is the originality of the disyll. πέτα-μαι, as analogy to πτά-σθαι after πτέ-σθαι: πέτο-μαι may be considered. Certain innovations are ἴπταμαι (after ἵσταμαι) and πετή-σομαι (after πέτομαι). Details w. lit. in Schwyzer 742 a. 681 w. n. 9. -- With πέτομαι agree formally, partly also semantically, Skt., OIr., Lat. a. Celt. forms, e.g. Skt. pátati, Av. pataiti `fly, fall, attack, hurry etc.', Lat. petō `move somewhere, hurry, look for, desire', OWelsh hedant `volant'; doubtful on the contrary the in any case diff. built Hitt. piddāi- (pittii̯ami, pittāizzi usw.) `run, hurry, flee'. Thus ποτέομαι and Skt. patáyati `fly, hurry' agree; however πωτάομαι is independent of Skt. pātáyati `let fall, throw down'. Further the Greek a. Skt. systems are apart. Beside the zero grade thematic Aorist πτ-έσθαι, ἐ-πτ-όμην stands in Skt. an also zero grade and thematic but reduplicated aor. a-pa-pt-at. The zero grade πτᾰ- in πτά-σθαι is found in forms like pa-pti-ma (pf. 1. pl.) (IE pth₂-); the corresponding full grade ptā- is however not represented in Skt. (so πτῆ-ναι analogical after φθῆ-ναι, στῆ-ναι a.o.?, Schwyzer 742). Thus the disyll. πετᾰ- in πέτα-μαι and pati- (e.g. fut. pati-ṣyáti) go without historical connection side by side. -- Further forms w. rich lit. in WP. 2, 19ff., Pok. 825f., W.-Hofmann s. petō. Cf. πίπτω, not πίτυλος.Page in Frisk: 2,521-522Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέτομαι
-
30 εὐ-πτησία
εὐ-πτησία, ἡ (ἵπταμαι), Fertigkeit im Fliegen, Artemid. 5, 69.
-
31 ανιπταμαι
-
32 αφιπταμαι
(part. aor. ἀποπτάμενος)1) улетать Eur., Plut., Luc.2) перен. уноситься, подниматься -
33 εισιπταμαι
ион. ἐσίπταμαι (aor. 1 εἰσεπτάμην, aor. 2 εἰσέπτην)1) влетать(πέλεια κοίλην εἰσέπτατο πέτρην Hom.; στρουθὸς εἰσέπτη Plut.)
2) взлетать, взвиваться(διὰ τῶν πυλων εἰς τὸν ἀέρα Arph.)
3) перен. быстро пролетать, распространяться с быстротой молнии -
34 εξιπταμαι
(3 л. sing. aor. 1 ἐξέπτατο, aor. 2 ἐξέπτη) вылетать, улетать Hes., Eur., Arst., Plut. -
35 εσιπταμαι
-
36 εφιπταμαι
-
37 ιπτημι
(только aor. 2 ἔπτην, opt. πταίην и med.: ἵπτᾰμαι, impf. ἱπτάμην, aor. 2 ἐπτάμην) Batr., Plut., Sext., Babr., Anth. = πέτομαι См. πετομαι -
38 παριπταμαι
-
39 περιιπταμαι
-
40 πταμενος
См. также в других словарях:
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
ἵπταμαι — πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵπταμ' — ἵπταμαι , πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας … Dictionary of Greek
διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
εκπετάζω — ἐκπετάζω (Μ) 1. πετώ, ίπταμαι 2. ορμώ 3. (για τα χέρια) απλώνω («τὰς χεῑρας ἐκπετάσας») 4. (για εξώστη) προεξέχω, προβάλλω … Dictionary of Greek
εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
εφίπταμαι — ἐφίπταμαι (Α) μτγν. τ. ενεστ. τού ἐπιπέτομαι*, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μεθίπταμαι — (Α) μεταβαίνω σε κάποιο τόπο πετώντας, πετώ αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μετεωροποιώ — μετεωροποιῶ, έω (ΑΜ) [μετεωροποιός] μσν. ίπταμαι, πετώ αρχ. ανυψώνω, εγείρω … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek