Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διπλασιάζω

См. также в других словарях:

  • διπλασιάζω — double pres subj act 1st sg διπλασιάζω double pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιάζω — διπλασιάζω, διπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διπλασιάζω — (AM διπλασιάζω) [διπλάσιος] 1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό 2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ») αρχ. 1. επαναλαμβάνω μετρική φράση 2. παίρνω διπλάσια αξία,… …   Dictionary of Greek

  • διπλασιάζω — διπλασίασα, διπλασιάστηκα, διπλασιασμένος, κάνω κάτι δύο φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο: Έχω διπλασιάσει τις προσπάθειες για να πετύχω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδιπλασιασμένα — διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιάζετε — διπλασιάζω double pres imperat act 2nd pl διπλασιάζω double pres ind act 2nd pl διπλασιάζω double imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδιπλασιασμένον — διπλασιάζω double perf part mp masc acc sg διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδιπλασίακε — διπλασιάζω double perf imperat act 2nd sg διπλασιάζω double perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιαζομένων — διπλασιάζω double pres part mp fem gen pl διπλασιάζω double pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιαζόμενον — διπλασιάζω double pres part mp masc acc sg διπλασιάζω double pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιαζόντων — διπλασιάζω double pres part act masc/neut gen pl διπλασιάζω double pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»