-
1 διπλασιάζω
[дипласиазо] р. удваивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διπλασιάζω
-
2 удваивать
διπλασιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удваивать
-
3 вдвое
вдвое διπλά, διπλάσια" \вдвое больше (меньше) δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο) \вдвое увеличить διπλασιάζω сгибать \вдвое διπλώνω* * *διπλά, διπλάσιαвдво́е бо́льше (ме́ньше) — δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο)
вдво́е увели́чить — διπλασιάζω
сгиба́ть вдво́е — διπλώνω
-
4 удваивать
-
5 сдваивание
ο διπλασιασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сдваивание
-
6 сдваивать
сдваиватьнесов διπλασιάζω. -
7 удваивать
удваиватьнесов прям., перен διπλασιάζω. -
8 удваивать
[ουντβάιβατ'] ρ. διπλασιάζω -
9 удваивать
[ουντβάιβατ'] ρ διπλασιάζω -
10 сдвоить
сдвою, сдвоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сдвоенный, βρ: -сдвоен, -а, -оρ.σ.μ.1. διπλασιάζω• διπλώνω, επαναλαβαίνω δυοφορές.2. εκτελώ δυό φορές•сдвоить пашню διβολίζω.
διπλασιάζομαι, διπλώνομαι•дратва -лась το ράμμα διπλώθηκε, έγινε στα δυό.
|| επαναλαβαίνομαι δυο φορές. || συνδέομαι• μπαίνω ανα δυό. -
11 сугубить
-блго, -бишь ρ.δ.μ. παλ. διπλασιάζω• πολλαπλασιάζω• αυξαίνω, μεγαλώνω• δυναμώνω. -
12 удвоить
удвою, удвоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удвоенный, βρ: -удвоен, -а, -оρ.σ.μ. διπλασιάζω.διπλασιάζομαι.
См. также в других словарях:
διπλασιάζω — double pres subj act 1st sg διπλασιάζω double pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάζω — διπλασιάζω, διπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διπλασιάζω — (AM διπλασιάζω) [διπλάσιος] 1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό 2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ») αρχ. 1. επαναλαμβάνω μετρική φράση 2. παίρνω διπλάσια αξία,… … Dictionary of Greek
διπλασιάζω — διπλασίασα, διπλασιάστηκα, διπλασιασμένος, κάνω κάτι δύο φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο: Έχω διπλασιάσει τις προσπάθειες για να πετύχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδιπλασιασμένα — διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιάζετε — διπλασιάζω double pres imperat act 2nd pl διπλασιάζω double pres ind act 2nd pl διπλασιάζω double imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιπλασιασμένον — διπλασιάζω double perf part mp masc acc sg διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεδιπλασίακε — διπλασιάζω double perf imperat act 2nd sg διπλασιάζω double perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιαζομένων — διπλασιάζω double pres part mp fem gen pl διπλασιάζω double pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιαζόμενον — διπλασιάζω double pres part mp masc acc sg διπλασιάζω double pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλασιαζόντων — διπλασιάζω double pres part act masc/neut gen pl διπλασιάζω double pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)