-
1 διδακτός
διδακτός, ή, όν (s. διδάσκω; Pind., X., Pla. et al.=teachable; so also PsSol 17:32; EpArist 236; Philo).① pert. to being taught, taught, instructed of pers. as recipients of instruction (1 Macc 4:7) διδακτοὶ θεοῦ taught by God J 6:45 (Is 54:13; cp. PsSol 17:32 βασιλεὺς δίκαιος διδακτὸς ὑπὸ θεοῦ; Socrat., Ep. 1, 10 προηγόρευσα … διδάσκοντος τ. θεοῦ).② pert. to being communicated as instruction, imparted, taught (Jos., Bell. 6, 38) w. gen. (Soph., El. 344 νουθετήματα κείνης διδακτά taught by her) ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις in words imparted by human wisdom, opp. ἐν δ. πνεύματος in that which is imparted by the Spirit to someone 1 Cor 2:13.—M-M. -
2 διδακτος
3 и 21) преподанный, выученный, усвоенный2) могущий быть преподанным, познаваемый, доступный усвоению(ἀρεταί Pind.; πᾶσα ἐπιστήμη Arst.)
οὐ δ., ἄλλ΄ ἀσκητός Plat. — приобретаемый не обучением, а упражнением;πάντα διδακτά τε ἄρρητά τε Soph. — все познаваемое и неизреченное (непознаваемое);δίδαξον, εἰ διδακτόν Soph. — скажи, если можно3) обученный, научившийся, усвоивший, просвещенный -
3 διδακτός
διδακτόςtaught: masc nom sg -
4 διδακτός
1 taughtπολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
n. pl. pro subs.,ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
-
5 διδακτός
{прил., 3}1. познаваемый, доступный усвоения;2. о вещах: преподанный, выученный, изученный;3. о людях: наученный, обученный, усвоивший, просвещенный.Ссылки: Ин. 6:45; 1Кор. 2:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διδακτός
-
6 διδακτός
{прил., 3}1. познаваемый, доступный усвоения;2. о вещах: преподанный, выученный, изученный;3. о людях: наученный, обученный, усвоивший, просвещенный.Ссылки: Ин. 6:45; 1Кор. 2:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διδακτός
-
7 διδακτός
η, ό[ν] могущий быть приобретённым в процессе обучения -
8 διδακτός
1. познаваемый, доступный усвоению; 2. (о вещах) преподанный, выученный, изученный; 3. (о людях) наученный, обученный, усвоивший, просвещенный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διδακτός
-
9 διδακτός
-ή,-όν + A 0-0-1-0-2=3 Is 54,13; 1 Mc 4,7; PSal 17,32taught, instructed→NIDNTT; TWNT -
10 διδακτός
I of things, taught, learnt, ἅπαντα γάρ σοι τἀμὰ νουθετήματα κείνης διδακτά of her teaching, S.El. 344;δ. ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοι 1 Ep.Cor.2.13
;ὅσοις δ. μηδέν, ἀλλ' ἐν τῇ φύσει τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν E. Hipp.79
.2 that can be taught or learnt,τὰ δ.
things which may be taught by study and experience,Pi.
N.3.41; opp. ἄρρητα, S.OT 300; δίδαξον.. εἰ διδακτά μοι if I may learn them, Id.Tr.64, cf. 671;τὰ μὲν δ. μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ Id.Fr. 843
; κἄστ' οὐ διδακτόν (sc. τὸ τῆς τύχης) E.Alc. 786, cf.Supp. 914;καθ' ὅσον δ. Isoc.13.20
;ἀρετὴν.. εἴτε δ. εἴ τε μὴ δ. Pl.Men. 71a
, cf. Prt. 328c, Euthd. 274e; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδακτός
-
11 πατρο-δίδακτος
πατρο-δίδακτος, vom Vater belehrt, Tzetz.
-
12 παντο-δίδακτος
παντο-δίδακτος, allgelehrt, Sp.
-
13 πολυ-δίδακτος
πολυ-δίδακτος, viel, sehr unterrichtet, Sp.
-
14 γυναικο-δίδακτος
γυναικο-δίδακτος, von Frauen unterrichtet, Sp.
-
15 εὐ-ανα-δίδακτος
εὐ-ανα-δίδακτος, leicht eines Andern zu belehren, adv., M. Ant. 1, 7, l. d.
-
16 εὐ-δίδακτος
εὐ-δίδακτος, leicht zu belehren, gelehrig; D. Sic. 2, 29; Poll. 9, 161.
-
17 δυς-απο-δίδακτος
δυς-απο-δίδακτος, schwerzu verlernen, Ios.
-
18 δυς-δίδακτος
δυς-δίδακτος, schwer zu unterrichten, Hippocr.
-
19 νεο-δίδακτος
νεο-δίδακτος, erst kürzlich unterrichtet; von einem Drama, neu, eben erst einstudirt; so auch διϑύραμβοι, Luc. Tim. 46.
-
20 μητρο-δίδακτος
μητρο-δίδακτος, von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
См. также в других словарях:
διδακτός — taught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… … Dictionary of Greek
διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)