-
1 πατρο-δίδακτος
πατρο-δίδακτος, vom Vater belehrt, Tzetz.
-
2 παντο-δίδακτος
παντο-δίδακτος, allgelehrt, Sp.
-
3 πολυ-δίδακτος
πολυ-δίδακτος, viel, sehr unterrichtet, Sp.
-
4 γυναικο-δίδακτος
γυναικο-δίδακτος, von Frauen unterrichtet, Sp.
-
5 εὐ-ανα-δίδακτος
εὐ-ανα-δίδακτος, leicht eines Andern zu belehren, adv., M. Ant. 1, 7, l. d.
-
6 εὐ-δίδακτος
εὐ-δίδακτος, leicht zu belehren, gelehrig; D. Sic. 2, 29; Poll. 9, 161.
-
7 δυς-απο-δίδακτος
δυς-απο-δίδακτος, schwerzu verlernen, Ios.
-
8 δυς-δίδακτος
δυς-δίδακτος, schwer zu unterrichten, Hippocr.
-
9 νεο-δίδακτος
νεο-δίδακτος, erst kürzlich unterrichtet; von einem Drama, neu, eben erst einstudirt; so auch διϑύραμβοι, Luc. Tim. 46.
-
10 μητρο-δίδακτος
μητρο-δίδακτος, von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
-
11 θεο-δίδακτος
θεο-δίδακτος, von Gott gelehrt, N. T., K. S.
-
12 αὐτο-δίδακτος
αὐτο-δίδακτος, selbst gelehrt, durch keinen Lehrmeister unterrichtet, Od. 22, 347; ϑυμός Aesch. Ag. 964; komisch von der Flasche αὐτ. διάκονε M. Arg. 21 (VI, 240); τὸ αὐτοδίδακτον, natürliches Talent, Luc.
-
13 ἀρτι-δίδακτος
ἀρτι-δίδακτος, eben gelehrt, Appian.
-
14 ἀ-δίδακτος
ἀ-δίδακτος, 1) ungelehrt, Phocyl. 83; unkundig, ἐρώτων Heliod. (V, 122); γάμων Col. 31, 117. – Adv., ohne Anleitung, Plut. Symp. 5, 1, 2. – 2) angeboren, ἀδ τῆς φύσεως δῶρον Luc. hist. scr. 34; τὰ ἀφ' ἑαυτοῦ καὶ ἀδ. πάϑη Plut. sol. an. 12. – 3) δρᾶμα, nicht aufgeführt, Ath. VI, 270 a.
-
15 ἀνθρωπο-δίδακτος
ἀνθρωπο-δίδακτος von Menschen gelehrt (?).
-
16 ὠκυ-δίδακτος
ὠκυ-δίδακτος, schnell gelehrt, schnell lernend, ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562).
-
17 ἀδίδακτος
ἀ-δίδακτος, (1) ungelehrt, nicht eingeübt; unkundig; Adv. ohne Anleitung. (2) nicht gelernt, angeboren. (3) nicht aufgeführt -
18 ἀνθρωποδίδακτος
-
19 ἀρτιδίδακτος
-
20 αὐτοδίδακτος
αὐτο-δίδακτος, selbst gelehrt, durch keinen Lehrmeister unterrichtet; komisch von der Flasche αὐτ. διάκονε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διδακτός — taught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… … Dictionary of Greek
διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)