-
21 θεο-δίδακτος
θεο-δίδακτος, von Gott gelehrt, N. T., K. S.
-
22 αὐτο-δίδακτος
αὐτο-δίδακτος, selbst gelehrt, durch keinen Lehrmeister unterrichtet, Od. 22, 347; ϑυμός Aesch. Ag. 964; komisch von der Flasche αὐτ. διάκονε M. Arg. 21 (VI, 240); τὸ αὐτοδίδακτον, natürliches Talent, Luc.
-
23 ἀρτι-δίδακτος
ἀρτι-δίδακτος, eben gelehrt, Appian.
-
24 ἀ-δίδακτος
ἀ-δίδακτος, 1) ungelehrt, Phocyl. 83; unkundig, ἐρώτων Heliod. (V, 122); γάμων Col. 31, 117. – Adv., ohne Anleitung, Plut. Symp. 5, 1, 2. – 2) angeboren, ἀδ τῆς φύσεως δῶρον Luc. hist. scr. 34; τὰ ἀφ' ἑαυτοῦ καὶ ἀδ. πάϑη Plut. sol. an. 12. – 3) δρᾶμα, nicht aufgeführt, Ath. VI, 270 a.
-
25 ἀνθρωπο-δίδακτος
ἀνθρωπο-δίδακτος von Menschen gelehrt (?).
-
26 ὠκυ-δίδακτος
ὠκυ-δίδακτος, schnell gelehrt, schnell lernend, ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562).
-
27 διδακτά
διδακτόςtaught: neut nom /voc /acc plδιδακτά̱, διδακτόςtaught: fem nom /voc /acc dualδιδακτά̱, διδακτόςtaught: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
28 διδακτόν
διδακτόςtaught: masc acc sgδιδακτόςtaught: neut nom /voc /acc sg -
29 διδακταί
διδακτόςtaught: fem nom /voc pl -
30 διδακτοί
διδακτόςtaught: masc nom /voc pl -
31 διδακτούς
διδακτόςtaught: masc acc pl -
32 διδακτή
διδακτόςtaught: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
33 διδακτήν
διδακτόςtaught: fem acc sg (attic epic ionic) -
34 διδάκτ'
διδακτά, διδακτόςtaught: neut nom /voc /acc plδιδακτά̱, διδακτόςtaught: fem nom /voc /acc dualδιδακτά̱, διδακτόςtaught: fem nom /voc sg (doric aeolic)διδακτέ, διδακτόςtaught: masc voc sgδιδακταί, διδακτόςtaught: fem nom /voc pl -
35 διδακτών
-
36 διδακτῶν
-
37 αδιδακτος
-
38 αναμνηστος
-
39 ασκητος
31) искусно сделанный(λέχος Hom.; εἵματα Theocr.)
2) украшенный, одетый(πέπλῳ τε καὴ ἄμπυκι Theocr.)
3) опытный, сведущий(ἀνέρ ἀ. καὴ σοφός Plut.)
4) достигаемый упражнением, усваиваемый практически(τὰ καλὰ καὴ τὰ ἀγαθά Xen.; οὐ διδακτός, ἀλλ΄ ἀ. Plat.; μαθητὸς ἢ ἀ. Arst.)
-
40 αυτοδιδακτος
См. также в других словарях:
διδακτός — taught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… … Dictionary of Greek
διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)