-
81 γυναικοδίδακτος
-
82 δυςαποδίδακτος
-
83 δυςδίδακτος
-
84 εὐαναδίδακτος
-
85 εὐδίδακτος
εὐ-δίδακτος, leicht zu belehren, gelehrig -
86 θεοδίδακτος
-
87 μητροδίδακτος
-
88 νεοδίδακτος
νεο-δίδακτος, erst kürzlich unterrichtet; von einem Drama, neu, eben erst einstudiert -
89 παντοδίδακτος
-
90 πατροδίδακτος
-
91 πολυδίδακτος
πολυ-δίδακτος, viel, sehr unterrichtet -
92 ὠκυδίδακτος
ὠκυ-δίδακτος, schnell gelehrt, schnell lernend -
93 εὐδίδακτος
εὐδίδακτος, ον (s. διδακτός, διδάσκω; Diod S 2, 29, 4) docile, of a lion: ὡς ἀμνὸς εὐ. καὶ ὡς δοῦλος αὐτοῦ like a docile lamb and as (Paul’s) servant AcPl Ha 4, 31.—DELG s.v. διδάσκω. -
94 θεοδίδακτος
θεοδίδακτος, ον (Prolegomenon Syll. p. 91, 14 [used by John Doxopatres, rhetorician, XI A.D., in a comm. on the Progymnasmata of Aphthonius] θεοδίδακτος ἡ ῥητορική; but not a rhetorician’s term as such, s. CClassen, WienerStud 107/8, ’94/95, 332f. Elsewh. in eccl. wr., s. Lampe s.v.; s. also our entry διδακτός 1; Maximus Tyr. 26, 1c Ἀπόλλωνος διδάγματα; Ps.-Callisth. 1, 13, 5 ὑπὸ θεοῦ τινος διδασκόμενος; Damascius, Princ. 111 p. 229 R. παρʼ αὐτῶν τ. θεῶν διδαχθέντες; Theoph. Ant. 2, 9 [p. 120, 3 w. ὅσιος and δίκαιος]) taught/instructed by God 1 Th 4:9 (JKloppenberg, NTS 39, ’39, 281–89, in allusion to the Dioscuri as paradigms of φιλαδελφία); B 21:6.—DELG s.v. διδάσκω. M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
διδακτός — taught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… … Dictionary of Greek
διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)