-
1 μητρο-δίδακτος
μητρο-δίδακτος, von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.
-
2 μητροδίδακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητροδίδακτος
-
3 μητροδίδακτος
-
4 μητροδιδακτος
См. также в других словарях:
πατροδίδακτος — ον, ΜΑ αυτός που διδάχθηκε από τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. μητρο δίδακτος] … Dictionary of Greek