-
41 ευανδρια
ἥ1) изобилие людей (преимущ. настоящих, мужественных) Xen.2) мужество, храбрость Plut., Diog.L.ἡ εὐ. διδακτός Eur. — мужеству можно научиться
-
42 ευδιδακτος
2поддающийся обучению -
43 θεοδιδακτος
-
44 μητροδιδακτος
-
45 νεοδιδακτος
-
46 φυσικος
I31) прирожденный, природный(διδακτὸς ἢ φ. Xen.)
τὸ δίκαιον φυσικόν Arst. (лат. jus naturale) — естественное право2) естественный, физическийἡ φυσικέ ἐπιστήμη (тж. θεωρία или φιλοσοφία) Arst. — основы естествознания;
τὰ πρῶτα καὴ φυσικώτατα Plut. — первоначала природыIIὅ естествоиспытатель, естествоведοἱ φυσικοί Arst., Plut. «физики» ( философы ионической и отчасти элейской школы);
ὅ φυσικώτατος Luc. — первый из философов ионической школы, т.е. Θαλῆς -
47 ωκυδιδακτος
-
48 διδακτής
-
49 διδακτῆς
-
50 διδακταίς
-
51 διδακταῖς
-
52 διδακτοίς
-
53 διδακτοῖς
-
54 διδακτού
-
55 διδακτοῦ
-
56 διδακτώ
-
57 διδακτῷ
-
58 διδακτώς
-
59 διδακτῶς
-
60 διδακτάς
διδακτά̱ς, διδακτόςtaught: fem acc pl
См. также в других словарях:
διδακτός — taught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… … Dictionary of Greek
διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)