Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαλελῠμένως

См. также в других словарях:

  • διαλελυμένως — επίρρ. (Α) βλ. διαλύω …   Dictionary of Greek

  • διαλελυμένως — laxly indeclform (adverb) διαλύω loose one from another perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»