Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χορηγιῶν

См. также в других словарях:

  • χορηγιῶν — χορηγία office or fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγίων — χορήγιον supplies neut gen pl χορηγέω lead a chorus pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγία — η, ΝΜΑ [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες τής αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα τής προετοιμασίας τού χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»