Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαιρ-έω

См. также в других словарях:

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …   Dictionary of Greek

  • παρατέμνω — Α 1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα 2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῑ καὶ τοῡ σώματος αὐτοῡ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῡ παντός», Αριστείο.) 3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.) 4. κόβω εσφαλμένα, κάνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»