-
21 διαδοχαί
διαδοχήtaking over from: fem nom /voc pl -
22 διαδοχήν
διαδοχήtaking over from: fem acc sg (attic epic ionic) -
23 succession
[sək'seʃən]1) (the right of succeeding to a throne as king, to a title etc: The Princess is fifth in (order of) succession (to the throne).) διαδοχή2) (a number of things following after one another: a succession of bad harvests.) διαδοχή,εναλλαγή3) (the act or process of following and taking the place of someone or something else: his succession to the throne.) διαδοχή -
24 преемство
-а ουδ.διαδοχή•историческое ιστορική διαδοχή•
преемство власти διαδοχή εξουσίας.
-
25 διαδοχήι
-
26 διαδοχῆι
-
27 наследство
-а ουδ.1. κληρονομιά, κληρονόμημα•оставить большое наследство αφήνω μεγάλη κληρονομιά•
получить наследство παίρνω κληρονομιά•
раздел -а μοίρασμα της κληρονομιάς•
права -ва δικαιώματα κληρονομιάς•
лишить -а στερώ της κληρονομιάς, αποκληρώνω•
литературное наследство (μτφ.) λογοτεχνική κληρονομιά.
2. διαδοχή•война за испанское наследство πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (των λατινοαμερικανικών κτήσεων).
εκφρ.по -у – επίρ. κληρονομικά, από κληρονομιά. -
28 последовательность
-и θ.αλληλουχία, σειρά, (συν)ειρμός, συνοχή• συνέπεια• ακολουθία, διαδοχή•бороться с -ью αγωνίζομαι με συνέπεια•
последовательность событий διαδοχή των γεγονότων.
-
29 καθ-ήκω
καθ-ήκω, herabkommen, bei Aesch. Ch. 448, πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen, D. Cass. 39, 10. – Gew. sich bis wohin erstrecken, von Gegenden u. Landstrichen; zunächst auch hinab, nach dem Meere hin, ἡ γῆ ἐπὶ ϑάλασσαν καϑήκουσα Thuc. 2, 27, ὄρος μέγα ἐς ϑάλ. κατῆκον Her. 7, 22, ἐξήλυσις ἐς ϑάλ. κατήκουσα 7, 130, τὰ τείχη εἰς τὴν ϑάλ. καϑήκοντα Xen. An. 1, 4, 4; πέτραι καϑήκουσαι ἐπ' αὐτὸν ποταμόν 4, 3, 11; Sp., wie Paus. 2, 38, 4; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes, Αὐσχίσαι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ ϑάλασσαν Her. 4, 171; 5, 49; ἐπὶ ποταμόν 4, 178; οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καϑήκοντες Thuc. 3, 96; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab, Xen. An. 3, 4, 24, u. ἡ Μηδία καϑήκει πρὸς τὴν Μεσοποταμίαν Pol. 5, 44, 6; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder, Plut. Rom. 3. – Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns, Aesch. 2, 25; τῆς βολῆς καϑηκούσης εἰς αὐτόν Plut. Alcib. 2; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel, Fab. 18; ähnlich Pol. καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, 4, 7, 1, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; so ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt, Arist. H. A. 8, 2; vgl. D. Hal. 2, 5; τῶν χρόνων ἤδη καϑηκόντων Pol. 5, 30, 7. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit, Soph. O. R. 75; πρὸ τοῦ καϑήκοντος χρόνου Aesch. 3, 126, wie αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit, Dem. 59, 80, vgl. 78; ἐν τῇ καϑηκούσῃ ὥρᾳ Arist. H. A. 6, 14. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ Dem. 19, 185, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht, οἷς καϑήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἀϑροίζεσϑαι Xen. An. 1, 9, 7; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit thun, Cyr. 1, 2, 5; τὰ καϑήκοντα ἐφ' ἑαυτὸν ποιεῖν Dem. 10, 37; bes. bei den Stoikern, die Pflicht, D. L. 7, 25; Cic. de off. 1, 3; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider, Pol. 6, 6, 7. – Her. 7, 19 ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.
-
30 очередь
η σειρ/ά, η διαδοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очередь
-
31 последовательность
1. (порядок) η σειρά, η τάξη, η διαδοχή 2. (мат., тех) η ακολουθίαрасходящаяся - мат. αποκλίνουσα -3. (логичность, закономерность) η ακολουθία, η αλληλουχία, ο ειρμός· - мыслей ο ειρμός των σκέψεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > последовательность
-
32 ряд
1. (совокупность предметов, лиц, расположенных один к одному, в одну линию) η σειρά, η γραμμή, η αράδα (ξεν.) 2. (некоторое число) о αριθμός 3. хим. η σειράрадиоактивный - η ραδιενεργός οικογένεια/σειρά4. мат. η ακολουθία 5. мед. η σειράзубной - των δοντιών 6 (совокупность явлений событий следующих одно за другим) ησειρά, η διαδοχήвременной - χρονική -, ηχρονοσειράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ряд
-
33 наследование
наслед||ованиес ἡ κληρονομιά, ἡ διαδοχή. -
34 очередность
очередност||ь ж ἡ κανονική διαδοχή, ἡ σειρά:в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά· установить \очередность καθορίζω τήν σειρά[ν], καθορίζω τήν προτεραιότητα о́черед||ь ж1. (последовательность) ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:по \очередностьи μέ τήν σειρά· теперь \очередность за вами τώρα εἶναι ἡ σειρά σας· в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά·2. (группа людей) ἡ γραμμή, ἡ οὐρά, ἡ σειρά:живая \очередность ἡ οὐρά·3. воен. ἡ ριπή:пулеметная \очередность ἡ ριπή πολυβόλου· ◊ в свою \очередность μέ τήν σειρά του· в первую \очередность πρίν ἀπ· ὀλα, πρωτίστως. -
35 последовательность
последовательностьж1. (порядок) ἡ σειρά, ἡ τάξη [-ις]:\последовательность времен грам. ἡ διαδοχή των χρόνων2. (логичность) ἡ συνέπεια, ὁ λογικός εἰρμός, ἡ ἀκολουθία, ἡ συνοχή:без \последовательностьостн ἀνακόλουθος, χωρίς συνέπεια. -
36 преемственность
преем||ственностьж ἡ διαδοχή, ἡ διαδοχικότητα [-ης]. -
37 престолонаследие
престолонаследиес ἡ διαδοχή στον θρόνο. -
38 διαδοχής
-
39 διαδοχῆς
-
40 διαδοχαίς
См. также в других словарях:
διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)