-
41 διαδοχαῖς
-
42 διαδοχαίσ'
-
43 διαδοχαῖσ'
-
44 διαδοχαίσιν
-
45 διαδοχαῖσιν
-
46 διαδοχών
-
47 διαδοχῶν
-
48 διαδοχάς
διαδοχά̱ς, διαδοχήtaking over from: fem acc pl -
49 наследование
[νασλιένταβανιιε] ουσ. ο. κληρονομιά, διαδοχή -
50 наследование
[νασλιένταβανιιε] ουσ ο κληρονομιά, διαδοχή -
51 наследование
-я ουδ.1. κληρονομιά.2. η διαδοχή. -
52 очередь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. σειρά, ακολουθία, διαδοχή τάξη, αράδα γραμμή•соблюдать очередь τηρώ τη σειρά•
в порядке -и με τη σειρά, με την αράδα•
установить очередь καθορίζω, βάζω σειρά•,стать в очередь μπαίνω στη σειρά•
занимать очередь πιάνω σειρά•
каждый в свою очередь καθένας με τη σειρά του.
2. σειρά αναμενόιντων•большая, длинная очередь μεγάλη, μακριά ουρά.
3. (στρατ.) ριπή•пулемётная очередь ριπή πολυβόλου•
автоматная очередь ριπή αυτόματου.
εκφρ.в первую очередь – στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ όλα•в свою очередь – με τη σειρά του•быть (стоить) на -и – έχω σειράστον κατάλογο(για λύση ζητήματος)•поставить в очередь – εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)•стать на -; стоять на -и – έχω σειρά, είμαι γραμμένος στον κατάλογο. -
53 преемственность
-и θ.διαδοχή, διαδοχικότητα•преемственность власти διαδοχικότητα της εξουσίας.
-
54 престолонаследие
-я ουδ.διαδοχή του θρόνου. -
55 ряд
-а, προθτ. в -е, в -у, πλθ. ряды α.1. σειρά, αράδα• τάξη• στίχος• στοίχος, ζυγός•два -а домов δυο σειρές σπιτιών•
ряд кресел σειρά πολυθρόνων•
верхний ряд зубов η άνω σειρά των δοντιών•
солдаты стояли двумя -ами οι στρατιώτες έστεκαν σε δυο στοίχους•
мы построились в -ы εμείς συνταχτήκαμε•
сомкнуть -ы πυκνώνω τους στοίχους ή τις γραμμές•
сплотить -ы συσφίγγω τις γραμμές.
2. διαδοχή•ряд поколений σειρά γενεών•
ряд веков σειρά αιώνων•
ряд дней σειρά ημερών.
3. πλθ. -ы (στρατ.) τάξεις, γραμμές•служить в -ах освободительной армии υπηρετώ στις τάξεις του απελευθερωτικού στρατού.
4. αράδα, κομπολόι•молочный ряд η σειρά των γαλατάδικων (αγοράς, παζαριού)•
рыбный ряд τα ψαράδικα (της αγοράς)•
овощные -ы τα λαχανάδικα.
5. η χωρίστρα των μαλλιών.6. γραμμή•трава в рядях χόρτο κατά γραμμές.
|| αλληλουχία, ακολουθία.εκφρ.в первых -ах – μπροστά απ όλους, πρώτος•из -а вон (выходящий) – απαράμιλλος, απαράβαλτος, ασύγκριτος•в -у – ανάμεσα, μεταξύ, μέσα στον αριθμό. -
56 чересполосица
-ы θ.τεμαχισμός, κομμάτιασμα των χωραφιών. || εναλλαγή, διαδοχή. -
57 διαδέχομαι
A receive one from another, δ. τὸν λόγον take up the word, i.e. speak next, Pl.R. 576b;λόγον παρά τινος D.H. Rh.8.14
: abs.,διαδεξάμενοι ἔλεγον Hdt.8.142
;ἀποκρινόμενοι διαδέχεσθε Pl.Lg. 900c
; δ. νόμους παρὰ τῶν θεῶν, τέχνην, Antipho 1.3, Lys.24.6; τὴν διατριβήν, leadership of a school of philosophy, Phld. Acad.Ind.p.58 M.2 δ. βασιλείαν succeed to the kingdom, Plb.2.4.7;ἀρχὴν παρά τινος Id.9.28.8
; τὴν ναῦν δ. τινί, of a trierarch (cf.διαδοχή 1
), D.50.38;πλοῦτον παρά τινος Luc.DMort.11.3
.II διαδέχεσθαί τινι succeed one, take his place, relieve him on guard, etc., Pl. Lg. 758b, X.Cyr.8.6.18: later,δ. τινά Arist.Pol. 1299b4
, Plb.28.3.6; δ. τὰ κατὰ τὴν στρατηγίαν act for the στρατηγός, BGU18.3 (ii A. D.), etc.;τοὺς προφήτας στολισταὶ δ.
represent,PGnom.
193.b appoint a successor to,τινά Eun.Hist.p.231
D.:—[voice] Pass., διεδέχθη τῆς στρατηγίας was relieved of his command, Id.p.243 D.2 abs., relieve one another, τοῖς ἵπποις with fresh horses, X.An.1.5.2 (wrongly expld. as closing in from both sides by Demetr.Eloc.93); succeed,οἱ διαδεχόμενοι στρατηγοί Lys.13.62
, cf. Arist.Pol. 1293a29; οἱ διαδεξάμενοι the successors (of Alexander), Plb.9.34.11;οἱ τὰ Πύρρου δ. App.Ill.7
: [tense] pf. part. [voice] Pass., in turns, by turns,S.
Tr.30;διαδεξάμενοι Act.Ap.7.45
;οἱ διαδεχόμενοι καιροί Herod.Med.
ap. Orib.7.8.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδέχομαι
-
58 καθήκω
καθ-ήκω, herabkommen; πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen. Gew. sich bis wohin erstrecken (von Gegenden u. Landstrichen); zunächst auch hinab, nach dem Meere hin; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder. Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel; καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit; αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit tun; bes. bei den Stoikern: die Pflicht; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider; ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen. -
59 Accession
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accession
-
60 Alternation
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Alternation
См. также в других словарях:
διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)