-
1 διαδοχή
-
2 διαδοχῇ
-
3 διαδοχή
διαδοχήtaking over from: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 διαδοχή
διαδοχή, ῆς, ἡ (s. διάδοχος; Aeschyl., Thu. et al.; ins, pap, in var. mgs., esp. of persons; TestLevi 18:8; TestAbr A, 2 p. 78, 31 [Stone p. 4; of Abraham’s transfer from this life to the next]; Philo, Joseph., Just., Tat.; Ath. 28, 3) the quality or state of being later, succession ἐσχάτην εὐλογίαν, ἥτις διαδοχὴν οὐκ ἔχει the ultimate blessing that has no successor=the unsurpassable blessing GJs 6:2.—DELG s.v. δέχομαι p. 268. M-M. s.v. διάδοχος. -
5 διαδοχή
2 succession, ἄλλος παρ' ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι by successions or reliefs, A.Ag. 313;διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων Th.2.36
;ἡ τῶν τέκνων δ. Arist.Pol. 1334b39
: freq. in dat. pl., ; διαδοχαῖς Ἐρινύων (apparently) by successive attacks of the Furies, Id.IT79; γένους μακραῖς δ. by long pedigrees, Hdn.1.2.2: with Preps., ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις in turns, D.4.21, cf. Antiph.8 (but, in succession, Arist.Ph. 228a28); κατὰ διαδοχὴν χρόνου or κατὰ δ., Th.7.27,28;κατὰ διαδοχάς Arist.Mu. 398a33
;τὰ κατὰ διαδοχὴν κληρονομηθέντα POxy.1201.7
(iii A. D.), cf. BGU907.13 (iii A. D.).II concrete in military sense, relief, relay,ἡ δ. τῇ πρόσθεν φυλακῇ ἔρχεται X.Cyr.1.4.17
, cf. D.21.164: metaph.,σελήνη ἡλίου δ. Secund.Sent.6
.2 the succession (i.e. successors), Luc.Nigr.38; ἡ περὶ τὸν Πλάτωνα δ. the school of Plato, S.E.M.7.190;Στωϊκή δ. Plu.2.605b
;ἡ Ἐπικούρου δ. IG22.1009
(Epist. Plotinae); αἱ Διαδοχαί, title of work by Sotion on the Successions or successive heads of the Philosophic Schools, Ath.4.162e, cf. D.L.Prooem.1, 2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδοχή
-
6 διαδοχή
1) sequence2) successionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαδοχή
-
7 διαδοχαί
διαδοχήtaking over from: fem nom /voc pl -
8 διαδοχήν
διαδοχήtaking over from: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 διαδοχήι
-
10 διαδοχῆι
-
11 διαδοχής
-
12 διαδοχῆς
-
13 διαδοχαίς
-
14 διαδοχαῖς
-
15 διαδοχαίσ'
-
16 διαδοχαῖσ'
-
17 διαδοχαίσιν
-
18 διαδοχαῖσιν
-
19 διαδοχών
-
20 διαδοχῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)