-
1 διαδοχή
1) ciąg (m) rzecz.2) dziedzictwo (n) rzecz.3) dziedziczenie (n) rzecz.4) kolejność (f) rzecz.5) następstwo (n) rzecz.6) spadek (m) rzecz.7) sukcesja (f) rzecz.
См. также в других словарях:
διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)