-
1 dědictví
διαδοχή -
2 následnictví
διαδοχή -
3 nástupnictví
διαδοχή -
4 dziedziczenie
διαδοχή -
5 sukcesja
διαδοχή -
6 succession
[sək'seʃən]1) (the right of succeeding to a throne as king, to a title etc: The Princess is fifth in (order of) succession (to the throne).) διαδοχή2) (a number of things following after one another: a succession of bad harvests.) διαδοχή,εναλλαγή3) (the act or process of following and taking the place of someone or something else: his succession to the throne.) διαδοχή -
7 преемство
-а ουδ.διαδοχή•историческое ιστορική διαδοχή•
преемство власти διαδοχή εξουσίας.
-
8 наследство
-а ουδ.1. κληρονομιά, κληρονόμημα•оставить большое наследство αφήνω μεγάλη κληρονομιά•
получить наследство παίρνω κληρονομιά•
раздел -а μοίρασμα της κληρονομιάς•
права -ва δικαιώματα κληρονομιάς•
лишить -а στερώ της κληρονομιάς, αποκληρώνω•
литературное наследство (μτφ.) λογοτεχνική κληρονομιά.
2. διαδοχή•война за испанское наследство πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (των λατινοαμερικανικών κτήσεων).
εκφρ.по -у – επίρ. κληρονομικά, από κληρονομιά. -
9 последовательность
-и θ.αλληλουχία, σειρά, (συν)ειρμός, συνοχή• συνέπεια• ακολουθία, διαδοχή•бороться с -ью αγωνίζομαι με συνέπεια•
последовательность событий διαδοχή των γεγονότων.
-
10 очередь
η σειρ/ά, η διαδοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очередь
-
11 последовательность
1. (порядок) η σειρά, η τάξη, η διαδοχή 2. (мат., тех) η ακολουθίαрасходящаяся - мат. αποκλίνουσα -3. (логичность, закономерность) η ακολουθία, η αλληλουχία, ο ειρμός· - мыслей ο ειρμός των σκέψεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > последовательность
-
12 ряд
1. (совокупность предметов, лиц, расположенных один к одному, в одну линию) η σειρά, η γραμμή, η αράδα (ξεν.) 2. (некоторое число) о αριθμός 3. хим. η σειράрадиоактивный - η ραδιενεργός οικογένεια/σειρά4. мат. η ακολουθία 5. мед. η σειράзубной - των δοντιών 6 (совокупность явлений событий следующих одно за другим) ησειρά, η διαδοχήвременной - χρονική -, ηχρονοσειράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ряд
-
13 наследование
наслед||ованиес ἡ κληρονομιά, ἡ διαδοχή. -
14 очередность
очередност||ь ж ἡ κανονική διαδοχή, ἡ σειρά:в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά· установить \очередность καθορίζω τήν σειρά[ν], καθορίζω τήν προτεραιότητα о́черед||ь ж1. (последовательность) ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:по \очередностьи μέ τήν σειρά· теперь \очередность за вами τώρα εἶναι ἡ σειρά σας· в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά·2. (группа людей) ἡ γραμμή, ἡ οὐρά, ἡ σειρά:живая \очередность ἡ οὐρά·3. воен. ἡ ριπή:пулеметная \очередность ἡ ριπή πολυβόλου· ◊ в свою \очередность μέ τήν σειρά του· в первую \очередность πρίν ἀπ· ὀλα, πρωτίστως. -
15 последовательность
последовательностьж1. (порядок) ἡ σειρά, ἡ τάξη [-ις]:\последовательность времен грам. ἡ διαδοχή των χρόνων2. (логичность) ἡ συνέπεια, ὁ λογικός εἰρμός, ἡ ἀκολουθία, ἡ συνοχή:без \последовательностьостн ἀνακόλουθος, χωρίς συνέπεια. -
16 преемственность
преем||ственностьж ἡ διαδοχή, ἡ διαδοχικότητα [-ης]. -
17 престолонаследие
престолонаследиес ἡ διαδοχή στον θρόνο. -
18 наследование
[νασλιένταβανιιε] ουσ. ο. κληρονομιά, διαδοχή -
19 наследование
[νασλιένταβανιιε] ουσ ο κληρονομιά, διαδοχή -
20 наследование
-я ουδ.1. κληρονομιά.2. η διαδοχή.
См. также в других словарях:
διαδοχῇ — διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — taking over from fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
διαδοχῆι — διαδοχῇ , διαδοχή taking over from fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖς — διαδοχή taking over from fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαῖσιν — διαδοχή taking over from fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχαί — διαδοχή taking over from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῆς — διαδοχή taking over from fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχήν — διαδοχή taking over from fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδοχῶν — διαδοχή taking over from fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)