-
1 δεσμώτης
-
2 δεσμωτης
III -
3 δεσμώτης
δεσμώτηςprisoner: masc nom sg -
4 δεσμώτης
δεσμώτης, ὁ, der Gefangene -
5 δεσμώτης
δεσμώτης, ου, ὁ (Aeschyl., Hdt. et al.; PPetr II, 5 c, 2; 13 [3], 9; PSI 423, 3, 39; PColZen 58, 12; PCairZen 707, 4 [all III B.C.]; LXX; Jos., Ant. 2, 61; 18, 193; SibOr 11, 29) prisoner Ac 27:1, 42.—DELG s.v. δέω 1 p. 269. M-M. TW. -
6 δεσμώτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεσμώτης
-
7 δεσμώτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δεσμώτης
-
8 δεσμώτης
ο, δεσμώτις (-ιδος) η1) заключённый, -ая, узни|к, -ца; 2) перен. пленник, -ца; раб, -ыня и -а -
9 δεσμώτης
узник, пленник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δεσμώτης
-
10 δεσμώτης
[дэзмотис] ουσ. а. узник, заключенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δεσμώτης
-
11 δεσμώτης
-ου + ὁ N 1 1-0-2-0-1=4 Gn 39,20; Jer 24,1; 36(29),2; Bar 1,9prisoner, captive Bar 1,9*Jer 24,1 τοὺς δεσμώτας the prisoners-⋄סגר for MT מסגר ⋄סגר (pi.) someone who shuts up orcloses, jailer, locksmith?, cpr. Bar 1,9Cf. WAMBACQ 1959, 458 -
12 δεσμώτης
[дэзмотис] ουσ α узник, заключенный. -
13 δεσμώτης
A prisoner, captive, Hdt.3.143, Th.5.35, etc.:—fem. [suff] δεσμ-ῶτις, Hld.8.8: metaph. of the soul, Ph.1.289.II as Adj., in chains, fettered, A.Pr. 119 (the play is called Προμηθεὺς δ.): fem.δεσμῶτις ποίμνη S.Aj. 234
(lyr.); Μελανίππη δ., name of a play by E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμώτης
-
14 συν-δεσμώτης
συν-δεσμώτης, ὁ, = συνδέσμιος; Plat. Rep. VII, 516 c; Thuc. 6, 60; Sp., wie D. Cass.
-
15 ἀρχι-δεσμώτης
ἀρχι-δεσμώτης, ὁ, dasselbe, LXX.
-
16 δεσμώτη
-
17 δεσμώταις
δεσμώτηςprisoner: masc dat pl -
18 δεσμώταισι
δεσμώτηςprisoner: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
19 δεσμώτιδας
δεσμώτηςprisoner: fem acc pl -
20 δεσμώτιδες
δεσμώτηςprisoner: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
δεσμώτης — prisoner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… … Dictionary of Greek
δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτιδας — δεσμώτης prisoner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)