-
1 δεσμώτης
-
2 δεσμώτης
δεσμώτης, ὁ, der Gefangene -
3 συν-δεσμώτης
συν-δεσμώτης, ὁ, = συνδέσμιος; Plat. Rep. VII, 516 c; Thuc. 6, 60; Sp., wie D. Cass.
-
4 ἀρχι-δεσμώτης
ἀρχι-δεσμώτης, ὁ, dasselbe, LXX.
-
5 κλοιώτης
-
6 ἀρχιδεσμοφύλαξ
ἀρχι-δεσμο-φύλαξ, ἀρχι-δεσμώτης, Oberaufseher des Gefängnisses -
7 ἀρχιδεσμώτης
ἀρχι-δεσμο-φύλαξ, ἀρχι-δεσμώτης, Oberaufseher des Gefängnisses
См. также в других словарях:
δεσμώτης — prisoner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… … Dictionary of Greek
δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτιδας — δεσμώτης prisoner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)