-
1 custodia
custodia, ae, f., (1) watch, guard, Mt. 27:65; (2) prison, custody, A. 4:3; Ap. 18:2; (3) In A. 27:1; 27:42 = Gk. δεσμώτης, prisoner.
См. также в других словарях:
δεσμώτης — prisoner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… … Dictionary of Greek
δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτιδας — δεσμώτης prisoner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)