-
21 δεσμώτιδι
δεσμώτηςprisoner: fem dat sg -
22 δεσμώτιδος
δεσμώτηςprisoner: fem gen sg -
23 δεσμώτου
δεσμώτηςprisoner: masc gen sg -
24 δεσμώτα
-
25 δεσμῶτα
-
26 δεσμώτας
δεσμώτᾱς, δεσμώτηςprisoner: masc acc plδεσμώτᾱς, δεσμώτηςprisoner: masc nom sg (epic doric aeolic) -
27 κλοιώτης
-
28 ξυνδεσμωτης
-
29 συνδεσμωτης
-
30 каторжник
каторжн||икм ὁ δεσμώτης, ὁ κατάδικος, ὁ βαρυποινίτης. -
31 приковать
приковатьсов, приковывать несов1. ἀλυσοδένω:прикованный Прометей ὁ Προμηθέας δεσμώτης·2. перен καθηλώνω, καρφώνω, προσηλώνω:наше внимание приковано к... ἡ προσοχή μας εἶναι προσηλωμένη σέ...· страх приковал его́ к месту ὁ φόβος τόν κάρφωσε στον τόπο· прикованный к постели κατάκοιτος, κλινήρης. -
32 узник
узникм ὁ δεσμώτης, ὁ φυλακισμένος, ὁ αίχμάλωτος. -
33 δεσμωτών
-
34 δεσμωτῶν
-
35 δεσμώται
δεσμεύωfetter: pres subj mp 3rd sgδεσμεύωfetter: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)δεσμώτηςprisoner: masc nom /voc pl -
36 δεσμῶται
δεσμεύωfetter: pres subj mp 3rd sgδεσμεύωfetter: pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)δεσμώτηςprisoner: masc nom /voc pl -
37 δεσμώτιν
-
38 δεσμῶτιν
-
39 δεσμώτις
-
40 δεσμῶτις
См. также в других словарях:
δεσμώτης — prisoner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… … Dictionary of Greek
δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμώτιδας — δεσμώτης prisoner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)