Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαφνήεις

См. также в других словарях:

  • δαφνήεις — δαφνήεις, εσσα, εν (Α) [δάφνη] γεμάτος δάφνες …   Dictionary of Greek

  • δαφνήεις — abounding in bay masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνήεντα — δαφνήεις abounding in bay neut nom/voc/acc pl δαφνήεις abounding in bay masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνήεντος — δαφνήεις abounding in bay masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνήεσσα — δαφνήεις abounding in bay fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνήεσσαν — δαφνήεις abounding in bay fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»